The world I love:my novels, my favorite themes

Τετάρτη 13 Ιουλίου 2016

ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ
ΣΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ
ΕΛΕΝΗ
Της Dimitra Papanastasopoulou




Η μικρή αυτή ενότητα  φθάνει στο τέλος της, με μια αναφορά στην ωραία Ελένη, την ωραιότερη θνητή της αρχαίας Ελλάδας του μύθου και, ίσως, της Ιστορίας.

Η περίπτωση της Ελένης είναι εντελώς διαφορετική από τις δύο προηγούμενες που εξετάσαμε, της Ιούς και των Δαναϊδων.
Η αιγυπτιακή περίοδος της πολυτάραχης ζωής της βασίλισσας της Σπάρτης, μας παραδίδεται απότ ον Ευριπίδη, στην τραγωδία του «Ελένη», αλλά και από τον Ηρόδοτο. Τα δύο κείμενα παρουσιάζουν μερικά κοινά σημεία, τα οποία θα δούμε:

Και οι δύο συγγραφείς υποστηρίζουν ότι η κόρη του Τυνδάρεω δεν πάτησε ποτέ το πόδι της στην Τροία, υπογραμμίζοντας ορισμένες ηθικές αρχές, που ισχύουν τόσο για τον ελληνικό, όσο και για τον αιγυπτιακό λαό.
Αντιπαραβάλλοντας το δράμα του Ευριπίδη με την αφήγηση του Ηρόδοτου, συναντούμε δύο συμμετρικά, ως προς το ήθος, πρόσωπα. Στο έργο του Ευριπίδη είναι ο Αιγύπτιος βασιλιάς Θεοκλύμενος, ο οποίος θεωρείται αυθάδης, και στο έργο του Ηρόδοτου τον Έλληνα βασιλιά, και σύζυγο της Ελένης, Μενέλαο.

Στην τραγωδία του Ευριπίδη, η Ελένη, υποταγμένη στη βούληση της θεάς Ήρας που επιδιώκει να εκδικηθεί τον Πάρη, κατοικεί στην Αίγυπτο, όπου έχει φθάσει με έναν μαγικό και θαυματουργό τρόπο. Δυστυχώς για εκείνη, ο βασιλιάς Πρωτέας, που της είχε εξασφαλίσει γενναιόδωρα την προστασία του και σύμφωνα με τα ήθη της φιλοξενίας, πεθαίνει. Ο διάδοχός του, ο γιός του Θεοκλύμενος, μετατρέπει αυτή την ευμενή προστασία σε ερωτική καταδίωξη, προτιθέμενος να παντρευτεί την Ελένη με κάθε θυσία.



Η υπόθεση του δράματος αρχίζει την στιγμή όπου το πλοίο του Μενέλαου, επιστρέφοντας από την Τροία στην Ελλάδα, φθάνει στην αιγυπτιακή ακτή και οι δύο σύζυγοι συναντιούνται μετά από πολλά χρόνια(τα χρόνια του τρωϊκού πολέμου).
Στον δραματικό μύθο του, ο Ευριπίδης μας παρουσιάζει δύο Αιγύπτιους, από τους οποίους φαίνεται να εξαρτάται η τύχη του ζεύγους, δηλαδή, η επιστροφή τους στην Ελλάδα εμποδίζεται από την ερωτική διάθεση του Θεοκλύμενος, τον οποίο βοηθά και η ιέρεια αδελφή του, η Θεονόη.
Η Ελένη ισχυρίζεται ότι ο νέος βασιλιάς θέλει να την κάνει δική του δια της βίας, ενώ σφάζει κάθε Έλληνα που πατά το πόδι του στην Αίγυπτο, υπαινσσόμενη ότι τα ήθη της Αιγύπτου είναι βάρβαρα, ότι ζει σαν δούλα και ότι δεν επιθυμεί για  κανένα λόγο να γίνει σύζυγος του Θεοκλύμενος, ακόμη και πριν την άφιξη του Μενελάου. Και επειδή, δεν έχει τρόπο διαφυγής, σκέπτεται να τερματίσει τη ζωή της...
Ωστόσο, ο Ευριπίδης δεν μας δίνει στοιχεία βαρβαρότητας του Αιγύπτιου βασιλιά, τον παρουσιάζει μόνο σαν έναν ωραίο, νέο και ερωτευμένο ισχυρό άνδρα, μαθημένον να κάνει αυτό που θέλει και επιθυμεί.
Αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, ότι η όμορφη Ελένη υπερβάλλει, και έχει τους λόγους της. Έχει στερηθεί τον σύζυγο, την πατρίδα και την οικογένειά της, βρίσκεται σε μια ξένη χώρα, ανάμεσα σε ξένους, και μέσα σ’ όλα αυτά, έγινε αντικείμενο πόθου ενός άνδρα που περιφρονεί.
Ο τραγικός ποιητής δεν συμφωνεί για το βάρβαρο του Αιγυπτίου βασιλιά. Ακόμη και η θανάτωση των Ελλήνων ερμηνεύεται ως αποτέλεσμα της αγωνίας και της επιθυμίας του να έχει μόνον εκείνος την Ελένη, αθωώνοντάς τον «λόγω έρωτος».

Όταν εμφανίζεται ο Μενέλαος και το ζευγάρι ετοιμάζει την απόδρασή του, εκείνη, η Ελένη, αναλαμβάνει να εξαπατήσει με δόλο και ψέμματα τον Θεοκλύμενο, λέγοντάς του ότι, δήθεν, ο Μενέλαος είναι νεκρός και, ως εκ τούτου, ζητά την άδειά του να συνοδεύσει τη σωρό του στην πατρίδα του, για να ταφεί σύμφωνα με τα κρατούντα έθιμα.
Ο Θεοκλύμενος ταράζεται, αν και χαίρεται που εκλίπει ο αντίζηλός του, αλλά φέρεται γενναιόδωρα, ανθρώπινα. Η καλοπιστία του μας εντυπωσιάζει, μάλιστα υπάρχει τρομακτική αντίθεση απέναντι στο δόλο και τα ψέμματα της Ελένης, ιδιαίτερα όταν εκφράζει και την εκτίμηση και την ευχαρίστησή του για την «ευλάβεια» της Ελένης, ένδειξη μιας σπάνιας γυναικείας ηθικής ποιότητας...
Ο ερωτευμένος βασιλιάς προσπαθεί να την πείσει να μη συνοδέψει τη σωρό, φοβούμενος μην παρασυρθεί η αγαπημένη του από τη λύπη και βάλει τέλος στη ζωή της, φθάνει στο σημείο να της πει να μην αφήσει καν τα δάκρυα να μαράνουν την θεσπέσια όψη της.

Ο δόλος αποκαλύπτεται από έναν υπηρέτη που ενημερώνει τον Θεοκλύμενο. Ο έξαλος βασιλιάς στρέφει τη μανία του τώρα στην ιέρεια και μάντισσα αδελφή του, καταλογίζοντάς την την ευθύνη, που δεν τον ενημέρωσε για τούτη την άτιμη πλεκτάνη που τού έστησαν πισώπλατα, κατηγορώντας την και για συνέργια.
Η τολμηρή και ανοιχτή συνομιλία δούλου-αφέντη, με τον δούλο αποφασισμένο να εμποδίσει τον βασιλιά του «να κάνει κάποια τρέλα», είναι αποκαλυπτική. «Εγώ, δηλαδή, είμαι υπήκοος; Δεν είμαι άρχων;» αναρωτιέται ο βασιλιάς, σ’ αυτή την απολύτως ελεύθερη συνομιλία.
Ο Ευριπίδης, επομένως, με τα όσα τον βάζει να κάνει και να λέει, βροντοφωνάζει ότι αυτός ο βασιλιάς, δεν είναι βάρβαρος. Σκοπός του ποιητή μας δεν είναι να καταγγείλει ένα πολιτικό καθεστώς ή μια γυναικεία δολιότητα ή έναν αχρείο χαρακτήρα.
Οι αντιθέσεις που εγγράφονται μέσα στον τραγικό μύθο υπερβαίνουν τα αισθητά όρια της δεδομένης υπόθεσης και των ιστορικών, πολιτισμικών, θρησκευτικών, κοινωνικών ή ψυχολογικών συντεταγμένων της. Έτσι, ο Θεοκλύμενος παίρνει «άφεση» από τον Ευριπίδη, αγνοώντας τις πιθανές αντιρρήσεις της Ελένης.



Ο Ηρόδοτος κατηγορεί τον Μενέλαο για ασέβεια απέναντι στον λαό που τον φιλοξένησε και δεν μπαίνει στον κόπο να τον αποκαταστήσει ηθικά.
Η ηροδοτεια εκδοχή της παραμονής της Ελένης στην Αίγυπτο αντικαθιστά εύλογα την θεϊκή παρέμβαση με την ανθρώπινη πρωτοβουλία ή, με άλα λόγια, το μυθικό στοιχείο του δράματος με το ιστορικό, ρεαλιστικό στοιχείο.
Σ’ αυτή την περίπτωση, μοχλός της περιπέτειας είναι η ηθική στάση του Πρωτέα. Ο Ηρόδοτος μας πληροφορεί πως ο Αιγύπτιος βασιλιάς απέπεμψε τον Τρώα πρίγκιπα, τον Πάρη, αφού τον αποστέρησε από τη γυναίκα και τα πλούτη που έφερνε μαζί του από τη Σπάρτη. Και όταν ο Μενέλαος φθάνει, μετά τον πόλεμο, στην Αίγυπτο, βρίσκει σώα και αβλαβή τη γυναίκα και τα πλούτη του. Η φιλογενία που τού προσφέρει ο Πρωτέας είναι γενναιόδωρη και φιλική.
Ωστόσο, ο θρασύς Μενέλαος συνέλαβε και διέπραξε σε βάρος του μια αισχρή πράξη « επιτεχνάται πλήγμα ούχ όσιον». Προκειμένου να εξασφαλίσει από τους θεούς ευνοϊκούς ανέμους για το ταξίδι της επιστροφής στην Ελλάδα, έσφαξε δύο μικρούς Αιγύπτιους!
Μετά από αυτό το έγκλημα, το οποίο αποκάλυψε την αχαριστία και την ηθική του αφερεγγυότητα, ο Μενέλαος έφυγε από την Αίγυπτο σαν κλέφτης, «μισηθείς και διωκόμενος» από τον λαό που τον είχε φιλοξενήσει.
Ο Ηρόδοτος δεν αναζητεί ούτε επινοεί ελαφρυντικά υπέρ του Μενέλαου, αλλά τον αφήνει ηθικά εκτεθειμένον και πλήρως αδικαιολόγητον.
Η ιστορία παρουσιάζει τα άτομα όπως ακριβώς φαίνονται, μέσα από τις δικές τους πράξεις. Δεν την απασχολεί η διαλεκτική σε κάθε ανθρώπινη ύπαρξη ούτε η αμφισημία της τραγικής πράξης.
Για την ιστορία, εκείνο που έχει σημασία είναι τα εξωτερικά περιγράμματα και τα απτά αποτελέσματα των πραγματικών γεγονότων.
Αντίθετα, η τραγική ποίηση προχωρά από το ατομικό στην αλήθεια του καθολικού και από το σαφές και μονοσήμαντο στην πολυπλοκότητα και την αμφισημία της πράξης, δηλαδή, της ίδιας της ύπαρξης, η οποία ορίζεται από τον εαυτό της.

  

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου