The world I love:my novels, my favorite themes

Πέμπτη 19 Μαΐου 2016

Ο ΦΕΝΡΙΡ, Η ΧΕΛ ΚΑΙ ΤΟ ΓΙΟΡΜΟΥΝΓΚΑΝΤ
Της Dimitra Papanastasopoulou


 
































Πολλά χρόνια πριν οι θεοί ξεκινήσουν να πολεμούν με τους γίγαντες, ο θεός της φωτιάς, ο Λόκι, ταξίδευε πολύ. Κάποια στιγμή θέλησε να σταματήσει στο Γιότουνχέϊμ, στη χώρα των γιγάντων, και τότε γνώρισε την γιγάντισσα Ανγκρόμποντα.
Το ιδιόρρυθμο ζευγάρι έζησε μαζί τρία χρόνια και απέκτησε τρία, επίσης ιδιόρρυθμα, παιδιά: μία κόρη που της έδωσαν το όνομα Χελ, ένα φίδι που ονόμασαν Γιόρμουνγκαντ και έναν λύκο, τον Φένριρ.
Ο Λόκι αποφάσισε μια μέρα να αφήσει την οικογένειά του και να γυρίσει στην Άσγκαρντ, χωρίς να μιλήσει σε κανέναν για ό,τι είχε κάνει. Ο Όντιν, όμως, ως παντογνώστης, τα κατάλαβε όλα και ζήτησε από τις Νόρνες να του πουν τι έμελε να γίνουν τα τρία παιδιά του Λόκι.
Η Ούρντ, η μεγαλύτερη είπε: «Τα νέα που θ’ακούσεις είναι άσχημα, θα χάσεις την ησυχία σου για πολύ καιρό. Καλύτερα να μη μάθεις τίποτε».
Ο Όντιν δε φάνηκε να πείθεται και πήρε το λόγο η Βερντάντι.
«Τα παιδιά αυτά θα προξενήσουν μεγάλες συμφορές και δυστυχία στους θεούς. Τα δύο απ’ αυτά θα σκοτώσουν εσένα και τον μεγαλύτερο γιό σου, ενώ το τρίτο θα κυβερνήσει τον κόσμο μετά από σας. Το βασίλειό του θα είναι εκείνο του σκότους και του θανάτου».
Ο Όντιν έμεινε άλαλος και η Τρίτη Νόρνα, η Σκούλντ συμπήρωσε:
«Έτσι ακριβώς θα γίνει. Ο λύκος θα σκοτώσει εσένα, το φίδι τον Θώρ, ενώ μετά θα θανατωθούν κι εκείνοι. Όσο για τη βασιλεία του τρίτου παιδιού, δεν θα κρατήσει για πολύ. Στο τέλος, η ζωή θα νικήσει τον θάνατο και το φως θα επικρατήσει πάνω στο σκοτάδι».




Ο Όντιν άφησε τις Νόρνες βυθισμένος στη θλίψη και γύρισε στη βάση του, όπου κάλεσε όλους τους θεούς και τους είπε όλα, όσα έμαθε από τις Νόρνες. Ο Θώρ έφυγε για την χώρα των γιγάντων με εντολή να φέρει στην ‘Ασγκαρντ τα παιδιά του Λόκι.
Οι θεοί ήταν τρομερά ανήσυχοι, αλλά όταν είδαν τα παιδιά τρόμαξαν.

Η Χέλ, αν και πολύ μικρή, είχε κιόλας ξεπεράσει στο ύψος τη γιγάντισσα μητέρα της, ενώ η διχρωμία του σώματός της ( μπλέ η δεξιά πλευρά, κατακόκκινη η δεξιά), σκορπούσε ανατριχίλα και δέος.
Οι θεοί αποφάσισαν να της δώσουν μια χώρα μακρινή να εξουσιάζει, μια χώρα πολύ βαθιά στη γη, σχεδόν στο κέντρο του πλανήτη, κατοικία των ψυχών των νεκρών, ψυχές που δεν είναι άξιες να ζουν στον παράδεισο της Βαλχάλα.

Το Γιόρμουνγκαντ, το φίδι, αν και μικρό ακόμη, είχε κιόλας μήκος πολλών μέτρων και από το στόμα του έτρεχε θανατηφόρο δηλητήριο. Τα μάτια του ήταν ανοιχτά πράσινα και το βλέμμα του ήταν γεμάτο κακία.
Οι θεοί το έστειλαν στα βάθη των ωκεανών, εκεί που υπάρχει άφθονος χώρος για να κινείται και τροφή για να τρέφεται.

Ο Φένριρ, ο λύκος, φαινόταν να είναι ο λιγότερο κακός. Είχε το συνηθισμένο ανάστημα ενός λύκου και η συμπεριφορά του ήταν καλοσυνάτη. Οι θεοί παρασύρθηκαν και αποφάσισαν να κρατήσουν τον Φένριρ κοντά τους.

Η Χέλ έφυγε αμέσως για το σκοτεινό της βασίλειο, το οποίο ονόμασε Χέλβετε, δηλαδή, Κόλαση, ένα χώρο κλειστό, σαν μια τεράστια τρύπα. Για να φθάσει κανείς από τον γήινο κόσμο στην Χέλβετε είναι εξαιρετικά δύσκολο, αφού πρέπει να διασχίσει εννέα υπόγεια επίπεδα και μετά από ατέρμονη πορεία θα βρεθεί μπροστά σε μια καυτή ατμόσφαιρα. Όταν καταφέρει να τη διαβεί, τότε εισέρχεται στην Χέλβετε, φύλακας της οποίας είναι το αγριότερο λυκόσκυλο, ο Γκάρμ.

Το Γιόρμουνγκαντ έφυγε κι εκείνο για το βυθό τοων ωκεανών. Εκεί μεγάλωσε  τόσο πολύ, που το σώμα του έζωσε σαν δακτυλίδι όλη τη γη και χρειάστηκε να βάλει το κεφάλι του πάνω στην ουρά του. Όταν το μήκος του οριστικοποιήθηκε, τότε άλλαξε το όνομά του, έγινε ο ουροβόρος όφις, το παγκόσμιο φίδι, δηλαδή ο Μίντγκαρντ.

Ο Φένριρ έμεινε στην Άσγκαρντ ένα χρόνο. Ένα χρόνο που οι θεοί τον έβλεπαν να μεγαλώνει συνεχώς και να μεταμορφώνεται σε ένα αποκρουστικό τέρας, το οποίο φόβιζε τους πάντες και μόνον ο Θώρ τον πλησίαζε.
Οι θεοί σκέφθηκαν να δέσουν τον Φένριρ με μια πολύ χοντρή αλυσίδα, για να μη μπορέσει να φύγει. Ήταν η πιο χοντρή αλυσίδα του κόσμου, τους χρειάστηκε ένας μήνας για να τη φτιάξουν και την ονόμασαν Λέντιγκ.
Για να καταφέρουν να τον δέσουν, προσπάθησαν να τον ξεγελάσουν, λέγοντάς του ότι ήταν ένας τρόπος να δοκιμάσουν τη δύναμή του και εκείνος να αποδείξει ότι ήταν άξιος να κατοικεί μαζί τους. Εκείνος συμφώνησε και οι θεοί πέρασαν την Λέντιγκ στον λαιμό του. Ο Φένριρ τους είπε να κάνουν χώρο, τίναξε με δύναμη το κεφάλι του και η αλυσίδα έγινε κομμάτια... Ναι, ήταν άξιος να ζει ανάμεσά τους, αλλά έπρεπε να φύγουν, είχαν δουλειά... να φτιάξουν μια πιο γερή αλυσίδα.




Πέρασαν τρεις μήνες και η αλυσίδα που έφτιαξαν, η Ντρόμι, ήταν τρείς φορές πιο χοντρή από την προηγούμενη κι αισθάνθηκαν αισιόδοξοι. Όταν, όμως, πλησίασαν τον Φένριρ, είδαν ότι η ράχη του είχε περάσει τις στέγες της Βαλχάλα... Ωστόσο, ο Φένριρ δέχτηκε και πάλι να δοκιμάσει την αλυσίδα και με ένα απλό κούνημα του κεφαλιού του την διέλυσε.
Οι θεοί συγκάλεσαν συμβούλιο, βέβαιοι ότι καμιά αλυσίδα δεν θα κρατούσε το θηρίο. Έτσι, αποφάσισαν να ζητήσουν την βοήθεια των νάνων, που σαν άριστοι τεχνίτες, ίσως τα κατάφερναν καλύτερα.
Ο Χέρμοντ, ο αγγελιαφόρος των θεών, πήγε αμέσως στο Σβάρταλβχέϊμ, τη χώρα των νάνων κι εκείνοι άρχισαν να σκέφτονται. Ο γηραιότερος πρότεινε να κάνουν μια αλυσίδα από ρίζες βουνών, γένια γυναικών, θόρυβο βημάτων γάτων, σάλια πουλιών, φωνές ψαριών και τένοντες αρκούδων.
Η ιδέα του έγινε δεκτή και οι νάνοι  ετοίμασαν αυτή την άκρως ιδιαίτερη αλυσίδα, την Γκλέϊπνιρ, μέσα σε δύο μήνες. Από τότε τα βουνά δεν έχουν ρίζες, οι γυναίκες δεν έχουν γένια, τα βήματα των γάτων δεν ακούγονται, τα πουλιά δεν έχουν σάλια, τα ψάρια δεν έχουν φωνή και οι αρκούδες δεν έχουν τένοντες...

Όταν οι θεοί είδαν την Γκλέϊπνιρ ήθελαν να βάλουν τα κλάματα. Το πάχος την δεν υπερέβαινε το πάχος ενός  ανθρώπινου χεριού, ένώ ήταν τόσο μαλακή, όσο ένα κύμα. Όσο την τέντωνες, τόσο λεπτότερη γινόταν... φρίκη. Δεν είχαν, όμως, χρόνο, έπρεπε να την δοκιμάσουν στον Φένριρ. Ωστόσο, πριν τη δοκιμή, τον μετέφεραν στο νησί Λινγκβι, που βρίσκεται στη μέση του ωκεανού, έτσι, ώστε, αν ο Φένριρ θύμωνε, να έπεφτε υποχρεωτικά στον ωκεανό.
Ο Φένριρ δέχτηκε- ίσως διασκέδαζε, ίσως είχε εμπιστοσύνη στη δύναμή του. Όταν είδε την αλυσίδα θύμωσε για πρώτη φορά και είπε:
«Η αλυσίδα είναι τόσο λεπτή που δεν αξίζει τον κόπο να τη σπάσω. Αν, όμως, είναι μαγική, τότε, ανεξάρτητα από τη δύναμή μου δεν θα καταφέρω να τη σπάσω. Επομένως, ή θα γίνω αιχμάλωτός σας ή δεν θα κάνω τίποτε σπουδαίο».
Ο Όντιν πήρε το λόγο.
«Κάνεις λάθος, Φένριρ. Αν δεν σπάσεις την αλυσίδα Γκλέϊπνιρ, σημαίνει ότι είσαι τόσο αδύναμος που δεν θα σε φοβόμαστε και θα ζήσεις ελέυθερος. Αν την σπάσεις, δεν έχεις να χάσεις τίποτε».
Ο Φένριρ πείσθηκε, αλλά έβαλε έναν όρο: αντί για όποια άλλη υποθήκη, κάποιος από τους θεούς να βάλει το δεξί του χέρι στο στόμα του. Όλοι φοβήθηκαν και κατέβασαν τα κεφάλια τους, αλλά ο Τυρ πετ΄χτηκε και έβαλε μονομιάς το χέρι του στο στόμα του Φένριρ.
Οι θεοί πέρασαν  τρέμοντας την αλυσίδα στο λαιμό του Φένριρ, ενώ οι καρδιές τους χτυπούσαν για την τύχη του Τυρ. Έκαναν χώρο, όπως πάντα, ο Φένριρ τίναξε το κεφάλι του πολλές φορές, αλλά η λεπτή αλυσίδα δεν έσπαζε...
Εξουθενωμένος από την προσπάθεια, ο Φένριρ παρακάλεσε τους θεούς να τον λύσουν, αλλά κανείς δεν κουνήθηκε. Ο λύκος θύμωσε για την παγίδα που τού έστησαν, ούρλιαξε, δάγκωσε και έκοψε το χέρι του Τυρ, και όρμησε εναντίον των υπολοίπων.
 Ένας από τους θεούς, ο Χέϊμνταλ, όρμησε με αφάνταστη γρηγοράδα και έμπηξε το σπαθί του στο ανοιχτό στόμα του Φένριρ. Η κόψη του σπαθιού καρφώθηκε στο πάνω μέρος του στόματος, ενώ η λαβή στο κάτω, υποχρεώνοντας τον λύκο να μένει με ανοιχτό το στόμα.



Ο Όντιν, μαζί με άλλους θεούς σήκωσαν το βράχο, όπου είχαν δέσει την αλυσίδα, και τον πέταξαν βαθιά στον ωκεανό. Ο φεβερός Φένριρ ζεί ακόμη δεμένος εκεί, μεγαλώνοντας και μαζεύοντας δυνάμεις, περιμένοντας να έρθει η ώρα και να πραγματοποιηθεί η προφητεία των Νορνών, η μέρα που θα πάρει εκδίκηση και θα σκοτώσει τον Όντιν.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου