The world I love:my novels, my favorite themes

Σάββατο 5 Μαρτίου 2016

Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Α΄
Της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου


Ένα μυθιστοριοποιημένο αφιέρωμα, που αναφέρεται στη δολοφονία του βασιλιά, το παρασκήνιο και φθάνει στην «αυτοκτονία» του δολοφόνου του,  όπως τα έπλασε η φαντασία μου, έχοντας διαβάσει όλα, όσα συνέβησαν τότε...





Θεσσαλονίκη, 5 Μαρτίου 1913
Ο Γεώργιος Α΄ κάνει τον συνηθισμένο απογευματινό του περίπατο. Τον συνοδεύει ο υπασπιστής του συνταγματάρχης Φραγκούδης που προχωρεί δίπλα του, ενώ δύο βρακοφόροι Κρητικοί χωροφύλακες τους ακολουθούν κάποια μέτρα πιο πίσω. Του άρεσε πολύ του βασιλιά να περπατά στους δρόμους ,να σταματά και να μιλά με τους απλούς ανθρώπους, και αυτό τον είχε κάνει πολύ αγαπητό στη Θεσσαλονίκη. Οι κάτοικοι ένοιωθαν περήφανοι που ο βασιλιάς έμενε εκεί, μαζί τους, σαν να φώναζε σε όλους τους δύσπιστους ότι η Θεσσαλονίκη είναι ελληνική.
   Ο βασιλιάς περπατά στο πεζοδρόμιο, έχοντας την πλάτη του στον Λευκό Πύργο. Λίγο νωρίτερα βρισκόταν σε ένα γερμανικό πλοίο, όπου είχε μία συνάντηση με τον μισητό του πρέσβη της Γερμανίας Φον Βάγκενχάϊμ. Ο Γεώργιος Α΄ προτιμούσε τους Άγγλους, ένοιωθε ότι μπορούσε να συνεννοείται μαζί τους καλύτερα, αλλά η θέση του απαιτούσε να είναι ευγενικός με όλους. Άλλωστε, ο μεγάλος του γιός, ο Διάδοχος Κωνσταντίνος, είχε παντρευτεί την Γερμανίδα πριγκίπισσα Σοφία.
   Ο Γεώργιος είχε κουραστεί από αυτά τα παιγνίδια και είχε πάρει την απόφασή του, την οποία είχε ανακοινώσει στα παιδιά και την αγαπημένη του Όλγα. Τον ερχόμενο Οκτώβριο, ανήμερα του Αγίου Δημητρίου, μετά τον εορτασμό για τα πενήντα χρόνια της βασιλείας του, θα έδινε το σκήπτρο στον Κωνσταντίνο. Αρκετά. Ο Κωνσταντίνος ήταν σε κατάλληλη  ηλικία και είχε γίνει κιόλας αγαπητός από μία μεγάλη μερίδα των Ελλήνων. Άσε που πολλοί φίλοι του ανυπομονούσαν να τον δουν στο θρόνο, στη θέση του.





   Ένας ισχνός άνδρας με αχτένιστα μαλλιά φάνηκε να τρέχει πίσω από τον βασιλιά κρατώντας ένα πιστόλι. Πήρε θέση και τον πυροβόλησε από πίσω, μία και μοναδική φορά. Ο Φραγκούδης γύρισε ξαφνιασμένος μη ξέροντας τι να κάνει: να βοηθήσει τον βασιλιά που έπεφτε στο έδαφος, ή να τρέξει πίσω από τον άνδρα που τον πυροβόλησε;
   Άναυδος κοίταζε τον άνδρα να τρέχει προς τη θάλασσα και τους δύο χωροφύλακες να τρέχουν πίσω του, να τον προλαβαίνουν και να τον πιάνουν. Κανείς δεν είδε έναν άλλο άνδρα να εξαφανίζεται πίσω από τα σπίτια. Ο κόσμος θορυβημένος μαζεύτηκε γύρω από τον τραυματισμένο βασιλιά. Ο εβραίος μπακάλης της γειτονιάς πήρε στην αγκαλιά του τον πληγωμένο και να τον ανέβασε σε μία άμαξα, που ξεκίνησε αμέσως και πολύ γρήγορα ανηφόρισε την οδό Αγίας Τριάδος, με προορισμό το Παπάφειο Ορφανοτροφείο, που εκείνο τον καιρό εκτελούσε χρέη στρατιωτικού νοσοκομείου.
   Ο κόσμος έμεινε εκεί κουβεντιάζοντας μεγαλόφωνα, στενοχωρημένος με το συμβάν και προσευχόμενος να σωθεί ο καλός μονάρχης. Μετά από λίγη ώρα η θλιβερή είδηση του θανάτου του Γεωργίου Α΄ ράγισε τις καρδιές τους. Οι άνδρες έβγαλαν τα καπέλα τους, οι γυναίκες σταυροκοπήθηκαν. «Ο Θεός να τον αναπαύσει», «Θεός σχωρέσ’ τον», « Θάνατος στον προδότη», ακουγόταν ανάμεσα στα πρώτα σενάρια για τον λόγο αυτού του άδικου θανάτου.
   Σε μία πόλη σαν την Θεσσαλονίκη ποτέ δεν χρειάστηκε παραπάνω από μία ώρα για να μαθευτεί ένα μεγάλο νέο. Μόνο που αυτή τη φορά ακούστηκε σαν βόμβα. Κάποιες πρώτες φήμες που ήθελαν τον δράστη εβραίο είχαν σαν αποτέλεσμα οι στρατιώτες να ορμήσουν στις εβραίικες γειτονιές και να τα κάνουν γυαλιά- καρφιά. Εδώ που τα λέμε, ευκαιρία έψαχναν οι στρατιώτες να ξεσπάσουν στους εβραίους. Τους το φύλαγαν, γιατί μία μερίδα από αυτούς υποστήριζε ότι η Θεσσαλονίκη έπρεπε να κηρυχθεί ελεύθερο λιμάνι, κάτω από την προστασία της Αυστρίας και να μη μείνει στα χέρια των Ελλήνων.
   Την επομένη, όταν οι εφημερίδες ανέφεραν φαρδιά- πλατιά το όνομα και την εθνικότητα του δράστη, οι στρατιώτες υποχρεώθηκαν να σταματήσουν  «τας απαραδέκτους ενεργείας των». Ο δράστης ήταν ένας Έλληνας αναρχικός, ο Αλέξανδρος Σχινάς. Τον έκλεισαν αμέσως στο Διοικητήριο και τον ξυλοκόπησαν  άγρια.
   Ο Διάδοχος που βρισκόταν στα Γιάννενα, χαρούμενος για την κατάληψη της πόλης από τον ελληνικό στρατό, μαθαίνει τα άσχημα νέα την ίδια ημέρα το απόγευμα. Φεύγει την επομένη το πρωί για την Αθήνα, όπως τον παρακαλούσαν στο τηλεγράφημα. Οι πιστοί του αξιωματικοί τον χαιρετούν πριν αναχωρήσει         «Ζήτω ο βασιλιάς Κωνσταντίνος!»




Στη Θεσσαλονίκη ο δικαστής Κανταρές διευθύνει τις ανακρίσεις. Τα πρώτα νέα στις εφημερίδες δηλώνουν ότι ο Σχινάς είναι αναρχικός, αλκοολικός και  σχιζοφρενής. Σαν κίνητρο αναφέρεται μια ληστεία που δεν έγινε ποτέ. Ο Σχινάς κρατά το στόμα του κλειστό. Στις ερωτήσεις που συνοδεύονται από γροθιές και ζητούν να τους πει τα ονόματα των συνεργατών του δεν απαντά.
   Η βασίλισσα Όλγα τον επισκέπτεται. Ζητά να την οδηγήσουν στο στενό και ανήλιαγο κελί του. Όταν μένουν μόνοι τον ρωτά σαν απλή γυναίκα, ποιός τον έβαλε να σκοτώσει τον άνδρα της, την αγάπη της ζωής της. Ο Σχινάς μένει πεισματικά σιωπηλός. Η βασίλισσα φεύγοντας του αφήνει την Αγία Γραφή. Τον επισκέπτεται την επομένη ξανά. Μένει μαζί του μία ολόκληρη ώρα. Μάταια. Ο Σχινάς ούτε που την κοιτά. Αλλά η χήρα επιμένει και τον επισκέπτεται και τρίτη φορά.
   Το ημερολόγιο δείχνει 7 Μαρτίου και είναι ένα κρύο πρωινό. Η μαυροφορεμένη βασίλισσα ζητά να την οδηγήσουν ξανά στον δολοφόνο του αγαπημένου συζύγου της. Όταν η πόρτα κλείνει πίσω της αφήνοντάς την μόνη με τον εγκληματία ανασαίνει τη βρώμα και τη δυσωδία του μικρού χώρου. Δεν δίνει καμία σημασία.
   «Γεια σου κύριε Σχινά. Όπως βλέπεις δεν είσαι μόνο εσύ που έχεις πείσμα. Έχω κι εγώ. Και σε πληροφορώ ότι σήμερα δεν θα φύγω αν δε μου μιλήσεις. Αύριο θα ορκιστεί ο Διάδοχος και πρέπει να είμαι παρούσα. Αν, όμως, χρειαστεί να μην πάω, επειδή εσύ δεν θα μου έχεις μιλήσει ακόμη, σου το λέω να το ξέρεις. Δεν θα πάω. Δεν θα πάω πουθενά, δεν θα φάω και δεν θα πιώ αν δεν μου πεις ποιός σ’ έβαλε να σκοτώσεις τον άνδρα μου. Ούτε εσύ θα φας, ούτε θα πιείς. Όλες τις προηγούμενες ημέρες δεν κάνω τίποτε άλλο παρά να σκέπτομαι. Και κατέληξα στο συμπέρασμα ότι δεν είχες σκοπό εσύ, μόνος, να κάνεις τέτοια πράξη. Εσύ δεν έχεις κανένα όφελος. Ούτε τρελός είσαι. Ένας άρρωστος, ταλαιπωρημένος και δαρμένος άνθρωπος είσαι. Μόνο που είσαι πεισματάρης, σαν όλους τους ‘Έλληνες».
   Η βασίλισσα σταμάτησε να πάρει ανάσα. Τα είχε πει όλα μεμιάς και ορμητικά, χάνοντας τον αέρα που χρειάζονταν τα πνευμόνια της. Ο Σχινάς σήκωσε το κεφάλι και την κοίταξε. Τις δύο προηγούμενες φορές η βασίλισσα του μιλούσε γλυκά, τον παρακαλούσε να της πει σε τι του έφταιξε ο βασιλιάς και τον σκότωσε. Σήμερα λες και ήταν μία άλλη στη θέση της. Σήμερα είχε να κάνει με μία γυναίκα σκληρή και απαιτητική, αποφασισμένη να πάρει αυτό που γύρευε. Τα μάτια της ήταν φλογισμένα. Το στήθος της ανεβοκατέβαινε λαχανιασμένο. Ήταν ψηλή και επιβλητική, μία πραγματική βασίλισσα.
   «Λοιπόν», την άκουσε να λέει. «Όσο πιο γρήγορα μιλήσεις, τόσο το καλύτερο για σένα. Εγώ θα καθίσω εδώ», τράβηξε τη μοναδική καρέκλα του χώρου, που την έβαζαν για κείνη και κάθισε, « και θα περιμένω να μιλήσεις. Ό, τι είχα να σου πω το είπα».
   Ακόμη και καθισμένη δεν έχασε τίποτε από τη μεγαλοπρέπειά της. Ο Σχινάς την ξανακοίταξε. Συνάντησε δύο μάτια γεμάτα φωτιά από την κόλαση. Δύο μάτια ικανά να σε ανατινάξουν, να σβήσουν κάθε πνοή ζωής από μέσα σου. Δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από τα δικά της. Ένοιωθε σαν υπνωτισμένος- υποχρεωμένος να κάνει αυτό που του είπε.
   «Σύμφωνοι, θα σου μιλήσω».
   Η βασίλισσα τον κοιτούσε ασυγκίνητη. Ούτε βλέφαρο δεν κουνήθηκε. Μόνο μία αδιόρατη κίνηση του κεφαλιού- μήπως ήταν της φαντασίας του; Ίσως ναι, ίσως όχι.
   «Θέλω, όμως, να μου υποσχεθείς ότι δεν θα το πεις πουθενά».
   Πάλι καμία κίνηση. Λες και μιλούσε σε τοίχο. Τα μάτια της εξακολουθούσαν και έβγαζαν φωτιά. Τον περίμενε να μιλήσει.
   «Εντάξει, δεν έχει σημασία. Αν θέλεις πες τα σε όλους. Εγώ θα πεθάνω ούτως ή άλλως. Οι Αυστριακοί με έβαλαν να σκοτώσω τον βασιλιά. Αυτοί μού έδωσαν και το μαυροβουνιώτικο περίστροφο, αυτοί έβαλαν και τον Σχινάζι να με ακολουθεί, για να είναι σίγουροι ότι θα τον σκοτώσω. Η συμφωνία ήταν να μου δώσουν ένα σακούλι λίρες. Έτσι θα έφευγα από την Ελλάδα, θα πήγαινα μακριά, να μη με γνωρίζει κανένας. Εδώ κανείς δε με θέλει, ούτε η αδελφή μου, ούτε ο ίσκιος μου. Πρέπει να σου πω επίσης ότι τους Αυστριακούς τους έβαλαν για βιτρίνα οι Γερμανοί. Αυτοί δεν τον ήθελαν, γιατί τον εχθρεύονται. Προτιμούν τον Διάδοχο, που κι εκείνος τους προτιμά. Πρόκειται να γίνουν πολλά και θέλουν την Ελλάδα στο πλευρό τους. Με τον άντρα σου δεν θα ήταν εύκολο».
Σώπασε και περίμενε. Η βασίλισσα έπαιρνε βαθιές, αργές ανάσες, σαν να την βοηθούσαν να κατανοήσει καλύτερα αυτά τα φοβερά που άκουγε.
   «Και που σε βρήκαν εσένα οι Γερμανοί και οι Αυστριακοί;»
   «Ο Φον Βάγκενχάϊμ με συνάντησε στην Κωνσταντινούπολη λίγους μήνες νωρίτερα. Μού έδωσε λεφτά να έρθω εδώ και μου είπε να συναντήσω τον Γερμανό πρόξενο, τον Κράλ, εδώ. Αυτός θα μου έλεγε με ποιούς θα συνεννοηθώ».
   Η βασίλισσα κούνησε το κεφάλι της σε ένδειξη ότι καταλάβαινε. Και πράγματι, καταλάβαινε. Καταλάβαινε πόσο έντεχνα ο Βάγκενχάϊμ είχε πλησιάσει τη νύφη της, την πριγκίπισσα Σοφία, τη γυναίκα του Διαδόχου, και κατάφερε να γίνει φίλος,έμπιστός της. Καταλάβαινε ότι οι φήμες, που ήθελαν τον Βάγκενχάϊμ από την Κωνσταντινούπολη να προετοιμάζει τη δολοφονία του Γεωργίου, ήταν πέρα για πέρα αληθινές. Ότι ήταν αυτός πίσω από όλους τους ένθερμους φίλους του Κωνσταντίνου που δεν έβλεπαν την ώρα να τον δουν στο θρόνο. Μέχρι σε ποιόν έφθανε, άραγε, η εμπλοκή στη δολοφονία; Στην ίδια τη Σοφία; Αυτό, μάλλον δεν θα το μάθαινε ποτέ. Δεν ήθελε να το μάθει ποτέ. Δεν το άντεχε.
   «Σ’ ευχαριστώ, κύριε Σχινά. Ο Θεός να σε συγχωρήσει γι’ αυτό που έκανες. Δεν νομίζω ότι μπορείς να περιμένεις κάτι ανάλογο από κανέναν άλλο».
   Σηκώθηκε υπερήφανη και στητή και φώναξε τον φύλακα να ανοίξει το κελί. Όσοι βρίσκονταν στο Διοικητήριο και την είδαν να φεύγει κατάλαβαν ότι ήταν συντετριμμένη. Την επόμενη ημέρα θα παρακολουθούσε μία χαρμόσυνη τελετή. Ο μεγάλος της γιός θα γινόταν βασιλιάς. Τι θα έκανε η ίδια, δεν το είχε ακόμα σκεφθεί. Είχε καιρό- μία αιωνιότητα. Τόσος ήταν ο χρόνος που της απέμεινε χωρίς τον Γεώργιο, τον άνδρα που είχε αγαπήσει τόσο πολύ.
   Ο Κανταρές έκλεισε τον φάκελο της ανάκρισης και τον παρέδωσε στον πρίγκιπα Νικόλαο. Εκείνος τον παρέδωσε σε κάποιον άλλο, που ποτέ κανείς δεν έμαθε το όνομά του, με σκοπό να τον μεταφέρει στην Αθήνα με το πλοίο Ελευθερία. Το πλοίο καταμεσίς στο πέλαγος έπιασε φωτιά. Όλως περιέργως κάηκε σχεδόν μόνο η καμπίνα, μέσα στην οποία φυλαγόταν ο φάκελος. Δεν έμεινε κανένα ίχνος. Κι όλα αυτά πριν ταφεί ο δολοφονημένος βασιλιάς. Ο Νικόλαος δεν μίλησε γι’ αυτό ποτέ στην μητέρα του.
  
Η σωρός του Γεωργίου Α΄ έμεινε στην έπαυλη της Θεσσαλονίκης για δημόσιο προσκύνημα μέχρι την 12η Μαρτίου. Εκείνη την ημέρα η πομπή ξεκίνησε από την έπαυλη, διέσχισε την κατάμεστη από κόσμο οδό των εξοχών και συνέχισε μέχρι την εξέδρα του Λευκού Πύργου. Ο τελευταίος περίπατος του χαμένου βασιλιά. Μόνο που αυτή τη φορά δεν περπατούσε και δεν ήταν μόνος. Εκεί τον περίμενε το ατμόπλοιο Αμφιτρίτη, σιωπηλό και υπερήφανο για την εκλογή του. Αυτό θα μετέφερε τη σωρό του βασιλιά στον Πειραιά, για να ακολουθήσει η ταφή στην Αθήνα, την 20η Μαρτίου.
   Όταν τελειώνουν όλα, η βασιλομήτωρ Όλγα προσκαλεί στα ιδιαίτερα διαμερίσματά της τον γιό της, πρίγκιπα Ανδρέα. Είναι ο μόνος στον οποίο θα μιλήσει για όσα έχει μάθει. Η μητρική της καρδιά γνωρίζει και εμπιστεύεται μόνο αυτό από τα οκτώ παιδιά της. Ο πρίγκιπας Ανδρέας πολεμά κι αυτός σαν αξιωματικός του ιππικού. Θα φύγει σε λίγο πάλι για το μέτωπο. Ο πόλεμος συνεχίζεται, επεκτείνοντας ττα σύνορα της Ελλάδας μέρα τη μέρα.
Ο Ανδρέας την ακούει σιωπηλός. Όταν η Όλγα τελειώνει, ο Ανδρέας έχει δάκρυα στα μάτια. Δεν λέει τίποτε. Σκύβει και φιλά στα μάγουλα τη μητέρα του και φεύγει σαν κυνηγημένος. Δεν θα μιλήσει ποτέ και σε κανέναν. Μόνο οι άνδρες του θα τον ακούσουν στις μάχες που θα γίνουν να αναθεματίζει τους Αυστριακούς και να τους ονομάζει δολοφόνους του πατέρα του.

Ανήμερα του Αγίου Γεωργίου, δύο στρατιώτες οδηγούν τον φυλακισμένο Αλέξανδρο Σχινά από το υπόγειο κελί του στον δεύτερο όροφο του Διοικητηρίου. Θα τον ανακρίνουν, του λένε.
   Για τί άραγε; συλλογίζεται εκείνος. Τόσο καιρό τον είχαν ξεχάσει. Πού και πού του έριχναν κανένα ξεροκόμματο. Η αρρώστια του-έπασχε από φυματίωση- τον είχε διαλύσει. Ήταν βρώμικος και γεμάτος αίματα από τις δικές του αιμοπτύσεις. Ένας κινητός βόθρος. Ποιός ανακριτής θα τον έβλεπε σε τέτοιο χάλι;
   Τα χέρια του είναι δεμένα πίσω με χειροπέδες και δεν μπορεί να τα φέρει στα μάτια του, να μειώσει το φώς. Κλεισμένος όλο αυτό τον καιρό στα σκοτάδια κινδυνεύει τώρα να τυφλωθεί. Τα κλείνει, τα ανοίγει, τα ξανακλείνει. Ούτως ή άλλως οι στρατιώτες τον σπρώχνουν με τα όπλα τους, δείχνοντάς του το δρόμο. Ίσως προλάβει να συνηθίσει να βλέπει στο φώς.
   Οι στρατιώτες τον αφήνουν κοντά σε ένα παράθυρο. Να περιμένει λίγο εκεί και θα τον οδηγήσουν στον ανακριτή. Ο Σχινάς παραπατά από την εξάντληση. Κάνει μία προσπάθεια να δει έξω. Κοιτάζει με μισόκλειστα μάτια. Είναι χαρά Θεού, πρέπει να είναι ζεστά έξω, ας είναι παγωμένο το δικό του κορμί. Κόσμος πάει κι έρχεται, γελά, φωνάζει, μαλώνει. Ο Σχινάς χάνεται για λίγο σε αναπολήσεις της ζωής του που πέρασε, σταματώντας σε μερικές ευχάριστες θύμισες.
   Δεν βλέπει και δεν ακούει τον μεγαλόσωμο αξιωματούχο της χωροφυλακής που τον πλησιάζει. Δεν καταλαβαίνει αν είναι όνειρο ή πραγματικότητα αυτό που συμβαίνει. Τα τζάμια του παραθύρου σπάζουν και ο ίδιος βρίσκεται έξω. Μπορεί και πετά. Πετά σαν πουλί. Είναι ευτυχισμένος, γίνεται ένα με τον ουρανό, τον ήλιο και τη ζέστη.
   Αμέσως μετά, όλα τελειώνουν. Το άσαρκο κορμί του προσγειώνεται στο λιθόστρωτο της αυλής με το κεφάλι. Ο θάνατος- λύτρωση είναι ακαριαίος.

Οι εφημερίδες την επομένη έγραψαν ότι «ο Σχινάς, οδηγούμενος εις τον ανακριτήν διέλαθε της προσοχής των φρουρών και έπεσε από παράθυρον εις το λιθόστρωτον της αυλής, φονευθείς επί τόπου».   


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου