The world I love:my novels, my favorite themes

Πέμπτη 16 Ιουνίου 2016

Η ΚΛΟΠΗ ΤΟΥ ΜΙΟΛΝΙΡ
Της Dimitra Papanastasopoulou






Συνεχίζουμε τις περιπέτειες των θεών της νορβηγικής μυθολογίας, με πανταχού παρόντα τον σκανταλιάρη Λόκι.
Ο Θωρ πολεμούσε για χρόνια τους γίγαντες  που βρίσκονταν ανατολικά της Μίντγκαρντ.  Αν και οι Γίγαντες φαίνονταν να μην έχουν τέλος, τόσο με τον αριθμό τους όσο και με τις δυνάμεις τους, ο θεός του κεραυνού κατάφερνε και σκότωνε ακούραστα και χωρίς έλεος τον έναν μετά τον άλλον, χρησιμοποιώντας το τρομακτικό του όπλο: το Μιόλνιρ. Και κάποια στιγμή, οι Γίγαντες απόκαμαν, δεν άντεχαν άλλο, κι αποφάσισαν να εγκαταλείψουν, να πάνε στο Γιότουνχεϊμ για να ανασυνταχθούν και να προετοιμαστούν για την επόμενη μάχη.
Ευχαριστημένος ο Θωρ, σκέφτηκε ότι μπορούσε να πάρει μερικές ανάσες, να ξεκουραστεί. Έλυσε, λοιπόν, από το άρμα του τους δύο τράγους και τους άφησε να βοσκήσουν στο διπλανό λιβάδι. Ο ίδιος, ξάπλωσε πάνω στη γη, με το μιόλνιρ δίπλα του. Πολύ γρήγορα τον πήρε ο ύπνος...
Ξύπνησε το επόμενο πρωί και, απλώνοντας το χέρι να πιάσει το μιόλνιρ, συνειδητοποίησε ότι έλειπε. Μόνο πέτρες  και χόρτα έπιαναν τα χέρια του. Εξαλος από θυμό, άρχισε να χτυπά τα πόδια του στη γη, τόσο δυνατά, ώστε προκάλεσε σεισμό!  Αφού ξέσπασε, πήγε και μάζεψε τους ταύρους, τους έδεσε στο άρμα του και πέταξε ψηλά, γρήγορος όπως ο άνεμος, για την Άσγκαρντ. Έπρεπε να προειδοποιήσει τους άλλους θεούς.

Λίγο πριν φθάσει,όμως, τον κυρίευσε η ντροπή. Αυτός, να χάσει το όπλο του με τέτοιο τρόπο... Τελικά, αποφάσισε να το εκμυστηρευθεί μόνον- σε ποιόν άλλο; στον Λόκι.
Ο Λόκι σκέφθηκε για λίγο και κατέληξε ότι μόνον οι Γίγαντες μπορούσαν να το κλέψουν- κανείς άλλος. Έτσι, πήγε στη Φρέγια και της ζήτησε τη φορεσιά του γερακιού, ώστε να πετάξει μέχρι το Γιότουνχεϊμ και να μπορέσει να μάθει πού είναι το μίολνιρ.
Ο πρώτος που είδε μόλις έφτασε ήταν ο πρίγκιπας Τριούμ, ένας από τους πιο πλούσιους και σπουδαίους Γίγαντες. Ο Τριούμ καθόταν στην κορυφή ενός ψηλού βουνού και μόλις είδε το γεράκι, κατάλαβε ότι ήταν κάποιος θεός μεταμορφωμένος. Όταν το γεράκι πλησίασε ο Τριούμ το ρώτησε πώς είναι τα πράγματα στην Άσγκαρντ και ο Λόκι απάντησε ότι κάποιος τόλμησε να κλέψει το μιόλνιρ του Θωρ.
Ο Τριούμ άρχισε να γελά δυνατά, λέγοντας ανάμεσα από τα χαχανητά του ότι ο κλέφτης ήταν ο ίδιος, τό έκλεψε την ώρα που ο Θωρ κοιμόταν. Ύστερα, όταν τα γέλια κόπασαν, ο Τριούμ πήρε μια βαθιά ανάσα και είπε ότι ήταν διατεθειμένος να το δώσει πίσω με έναν όρο: να του δώσουν για γυναίκα την πεντάμορφη Φρέγια... Αν δεν το δέχονταν αυτό οι Θεοί, τότε το σφυρί θα έμενε για πάντα κρυμένο, τόσο βαθιά στη γη, που κανείς δεν θα μπορούσε να το βρει.

Ο Λόκι έφυγε, πέταξε πίσω στην Άσγκαρντ και ενημέρωσε τον Θωρ. Ο Θωρ έφυγε τρέχοντας να βρει την Φρέγια και να την θερμοπαρακαλέσει να δεχτεί, να γίνει γυναίκα του ισχυρού Γίγαντα. Εκείνη, αν και συνήθως ήσυχη και πονόψυχη, όταν άκουσε τι της ζητούσε ο Θωρ, θύμωσε. Του είπε, λοιπόν, άγρια και δυνατα ότι δεν επρόκειτο ποτέ να δεχθεί κάτι τέτοιο, μακάρι κι όλοι οι θεοί να έπεφταν στα πόδια της να την εκλιπαρούν.
Δεν έμενε στον Θωρ κανένα περιθώριο, μετά από την τόσο ισχυρή άρνηση, από το να παραμερίσει τη ντροπή του και να παραδεχθεί ότι του έκλεψαν το πανίσχυρο σφυρί του οι Γίγαντες, μπροστά σε όλους τους θεούς.
Οι θεοί φρύαξαν όταν άκουσαν τα δυσάρεστα νέα. Ώρες ολόκληρες πέρασαν με το να σκέπτονται με τι τρόπο θα πάρουν πίσω το μίολνιρ, αλλά μάταια. Ξαφνικά, πετάχτηκε επάνω ο Χέϊμνταλ,  με μια τρελή ιδέα: να ντύσουν τον Θωρ με γυναικεία ρούχα και να τον στείλουν στον Τριούμ, στη θέση της Φρέγια- ο Γίγαντας δεν την είχε δει ποτέ. Πρότεινε να φορέσει ο Θωρ μια μακριά φούστα, στο κεφάλι μια μαντίλα και ένα πέπλο υφασμάτινο να σκεπάζει το πρόσωπο. Ο Χέϊμνταλ υποστήριξε ότι ο Γιγαντας δεν θα μπορούσε να καταλάβει ότι είχε μπροστά του έναν άνδρα. Από εκεί και πέρα, θα έπρεπε ο Θωρ να βρει τρόπο και να πάρει πίσω το σφυρί του.
Ο Θωρ έβαλε τις φωνές! Τι του ζητούσαν, αυτός, ο θεός του κεραυνού να βάλει γυναικεία ρούχα; Αυτό ούτε να το σκέπτονται...
Ο κίνδυνος να χρησιμοποιήσουν οι Γίγαντες το μίολνιρ εναντίον τους και να καταλάβουν την Άσγκαρντ, έγινε τότε πλήρως αντιληπτός και πάγωσε το αίμα των θεών.
Τότε, επενέβη ο εύστροφος Λόκι. Ο ίδιος, είπε, δεν είχε κανένα πρόβλημα να φορέσει γυναικεία ρούχα και να παριστάνει την υπηρέτρια της Φρέγια, που έπρεπε να είναι ο Θωρ, με γυναικεία ρούχα. Μ’ αυτόν τον τρόπο, κανείς δεν θα γελούσε με τον Θωρ- δεν θα ήταν ο μόνος που ντυνόταν γυναίκα.
Ο Θωρ υποχώρησε και οιν θεοί έστειλαν αγγελιαφόρο στον Τριούμ, να του πει ότι η Φρέγια θα βρισκόταν σύντομα κοντά του, μαζί με την υπηρέτριά της.

Ο Τριούμ κατευχαριστήθηκε, φώναξε ένα σωρό φίλους κι άρχισε μια γιορτή μεγάλη, περιμένοντας τη Φρέγια. Όταν οι μεταμφιεσμένοι Θωρ και Λόκι έφτασαν, ο Τριούμ πήρε το χέρι της υποτιθέμενης Φρέγιας και την οδήγησε στην αίθουσα του συμποσίου, βάζοντάς την να καθίσει σ’ ένα τραπέζι γεμάτο λιχουδιές.
Ο Θωρ, πεινασμένος, γρήγορα ξέχασε ότι παρίστανε μια γυναίκα και άρχισε να τρώει βιαστικά, και- ω θεοί!- σήκωσε και το πέπλο που έκρυβε το πρόσωπό του, για να μην τον εμποδίζει...
Έφαγε έναν ολόκληρο ταύρο, ένα τεράστιο ψάρι και ήπιε ένα βαρέλι δυνατό μέλι.
Ο Τριούμ κοιτούσε τη μνηστή του με θαυμασμό, σκέφθηκε, όμως, ότι ποτέ του δεν είχε δει γυναίκα να τρώει μ’ αυτόν τον τρόπο. Ο πονηρός Λόκι του είπε, δήθεν εμπιστευτικά, ότι η Φρέγια μελαγχολούσε τόσο πολύ για χαρη του, που μια ολόκληρη εβδομάδα δεν είχε φάει τίποτε.
Ανακουφισμένος και χαρούμενος ο Τριούμ, έσκυψε να φιλήσει τη μνηστή του. Είδε, όμως, τ’ αστραφτερά μάτια του Θωρ, τραβήχτηκε γρήγορα κι α΄ρχισε να φωνάζει πως καμιά κοπέλα στον κόσμο δεν έχει τόσο βλοσυρά μάτια.
Πάλι ο Λόκι του είπε να ηρεμήσει, λέγοντάς του ότι η Φρέγια έκλαιγε εφτά μερόνυχτα και τα μάτια της κοκκίνισαν από το κλάμα.
Ο Τριούμ συγκινήθηκε, βγήκε από την αίθουσα και φώναξε την αδελφή του να έρθει μέσα και ν’αποθέσει στα πόδια της μέλλουσας νύφης το πιο ακριβό δώρο: το μιόλνιρ. Και η καρδιά του Θωρ χτυπούσε δυνατά όταν είδε στα πόδια του το πολύτιμο σφυρί του.
Το άρπαξε αμέσως, πετώντας από πάνω του τα γυναικεία ρούχα και στα΄θηκε απειλητικός απέναντι από τους κατάπληκτους Γίγαντες, οι οποίοι έτρεχαν να σωθούν, τρομαγμένοι και βέβαιοι ότι ο θάνατός τους ήταν κοντά. Η προσπάθειά τους ήταν μάταιη.Όπου και να στρέφονταν, το μιόλνιρ τους έφτανε και τους σώριαζε κάτω νεκρούς.
Τελευταίος, έπεσε νεκρός ο Τριούμ...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου