Ο ΛΟΚΙ ΣΕ ΝΕΕΣ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ
(ξανά)
Της Dimitra Papanastasopoulou
(ξανά)
Της Dimitra Papanastasopoulou
Νορβηγικής μυθολογίας συνέχεια, με τον θεό Λόκι να βρίσκεται για άλλη μια
φορά, έρμαιος των πράξεών του. Πάντως, ως εκ θαύματος, φαίνεται πάντα να
βρίσκει μια λύση και να γλυτώνει από την οργή των άλλων θεών.
Τρείς από τους θεούς, ο Όντιν, ο Λόκι και ο Άεγκιρ, αποφασίζουν να γυρίσουν
όλο τον κόσμο περπατώντας. Κάποια στιγμή βρέθηκαν πάνω σε τόσο αφιλόξενα βουνά,
άγρια κι απότομα, όπου δεν υπήρχε ψυχή ζώσα, ούτε κ’αν άγρια θηρία. Όλοι τους
πεινούσαν, αλλά ο Όντιν εξακολουθούσε να βαδίζει με δύναμη, αντίθετα με τους
άλλους δύο που έκαναν μεγάλη προσπάθεια να μείνουν όρθιοι.
Και, να, ξεπροβάλλει μπροστά τους, ξαφνικά, ένα κοπάδι από άγριους ταύρους.
Ο Όντιν χωρις να χάσει χρόνο πέταξε το ακόντιό του και σκότωσε έναν ταύρο. Ο
Λόκι με τον Άεγκιρ τον έγδαραν και άναψαν μια φωτιά για να τον ψήσουν.
Η ώρα περνούσε, η φωτιά κρατιόταν αναμμένη, αλλά το κρέας εξακολουθούσε να
μένει ωμό. Οι θεοί δεν καταλάβαιναν τι συνέβαινε, ώσπου ακούστηκε ένα σαρδόνιο
γέλιο από ψηλά. Ένας τεράστιος αητός, κατάμαυρος ήταν αυτός που τους κορόϊδευε.
Ο Όντιν ρώτησε αν ήταν αυτός η αιτία που δεν μπορούσαν να ψήσουν το κρέας κι
εκείνος το βεβαίωσε αυτάρεσκα.
«Δεν θα τα καταφέρετε ποτέ, αν δεν μου υποσχεθείτε ότι θα τον μοιραστείτε
μαζί μου».
Ο Όντιν συμφώνησε να πάρει το ένα τέταρτο και το κρέας ψήθηκε όπως έπρεπε.
Το μοίρασαν στα τέσσερα, αλλά ο αητός τσιμπούσε και από τα τέσσερα κομμάτια,
διαλέγοντας τους εκλεκτότερους μεζέδες.
Ο Λόκι εκνευρίστηκε, πήρε ένα χοντρό κλαδί και όρμησε να χτυπήσει τον αητό,
αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ο αητός βούτηξε, έπιασε με τα νύχια του το κλαδί κι αυτό
κόλλησε στα χέρια του Λόκι, ενώ συγχρόνως πάγωσε. Όσο και να προσπάθησε να
ξεφύγει, δεν τα κατάφερε, ενώ ο αητός πέταξε ψηλά, παίρνοντας και τον Λόκι μαζί
του. Πετούσε χαμηλά κι έκανε τον Λόκι να γεμ΄ζει με φόβο μην πέσει πάνω σε
κάποιο βράχο.
Ο θεός της φωτιάς εκλιπάρησε τον αητό να τον αφήσει, γιατί καταλάβαινε ότι
τα χέρια του δεν θα άντεχαν πολύ, θα κοβόντουσαν. Ο αητός του είπε ότι θα
σταματούσε με τον όρο να οκριζόταν ο Λόκι ότι θα πραγματοποιούσε μια του
επιθυμία. Κι εκείνος το έκανε, ορκίστηκε.
Ο αητός κράτησε το λόγο του, άφησε τον Λόκι στη γη και του είπε τι ήθελε να
κάνει: να κλέψει τη θεά Ίντουν και τα μήλα της, που έδιναν αιώνια νεότητα στους
θεούς. Έπρεπε να την φέρει την ίδια μέρα, μέχρι να βασιλέψει ο ήλιος...
Ο Λόκι τον ρώτησε ποιός ήταν και ο αητός είπε ότ ήταν ο γίγαντας Θιάτσι, ο
κυρίαρχος των χειμερινών καταιγίδων. Ο Λόκι δεν είχε καμία αμφιβολία,
σκεπτόμενος το παγωμένο κλαδί στα χέρια του (που άντεχαν τη φωτιά, αλλά όχι τον
πάγο) και το ότι δεν μπορούσαν να ψήσουν τον ταύρο.
Ο Θιάτσι συνέχισε με στόμφο: «Έχουμε καταλάβει ότι δεν μπορούμε να σας
νικήσουμε σε ανοιχτή μάχη, γι’ αυτό θέλω τα μήλα. Χωρίς αυτά θα γεράσετε και θα
πεθάνετε κι εμείς θα γίνουμε κύριοι ολόκληρου του κόσμου!»
Ο Λόκι έφυγε δύσθυμος, έχοντας ορκιστεί να κλέψει την όμορφη θεά και
αναλογιζόμενος την τιμωρία που θα του επέβαλαν οι θεοί για τούτη την πράξη του.
Βρήκε την Ίντουν, η οποία τον ρώτησε πόσα μήλα ήθελε. Το πονηρό μυαλό του
Λόκι βρήκε τον τρόπο να την παγιδέψει και να τον ακολουθήσει. Της είπε ότι είχε
βρει πολύ μακριά μια μηλιά που έκανε ωραιότερα μήλα. Εκείνη δεν τον πίστεψε και
ο Λόκι προθυμοποιήθηκε να την συνοδέψει μέχρι εκεί, να τα δει μόνη της,
παίρνοντας και τα δικά της, για να κάνει ευκολότερα την σύγκριση.
Έτσι, πήγαν στο δάσος, όπου περίμενε ο Θιάτσι. Ο γίγαντας πήρε αμέσως την θεά και τα μήλα και την οδήγησε πολύ
μακριά, στον απώτατο και παγωμένο βορρά, όπου βρισκόταν ο πύργος του.
Όταν ο Όντιν με τον Άεγκιρ βρήκαν τον Λόκι, εκείνος είπε πάλι ψέμματα, ότι
ο αητός τον είχε παρατήσει πολύ μακριά και μόλις είχε καταφέρει να επιστρέψει.
Η απάτη του ξεσκεπάστηκε όταν έφτασαν στην Άσγκαρντ, αφού και ο άγρυπνος
Χέϊμνταλ τους είχε δει να φεύγουν. Ο σύζυγος της Ίντουν, ο Μπράγκι, ήθελε να
σκοτώσει τον Λόκι από την οργή που τον κατέκλυζε, αλλά ο σοφός Όντιν τον
συγκράτησε και είπε στον Λόκι να πάει και να φέρει πίσω τη θεά και τα μήλα της
αθανασίας.
Με κατεβασμένο το κεφάλι, αλλά αρκετά ανακουφισμένος, ο Λόκι έφυγε, αφού
πρώτα φόρεσε την φορεσιά του γερακιού που κρατούσε η θεά Φρέγια. Όταν έφτασε
στον παγωμένο τόπο, είδε τον Θιάτσι με την κόρη του Σκάντι να ψαρεύουν σε ένα
σημείο που δεν μπορούσαν να τον δουν. Ταχύτατα, μπήκε από ένα παράθυρο στον
πύργο και βρήκε την Ίντουν να κλαίει, έχοντας το καλάθι με τα μήλα στα πόδια
της. Το γεράκι της αποκάλυψε ποιός ήταν και ποιές ήταν οι προθέσεις του. Ήταν,
όμως, αδύνατο να πάρει την Ίντουν στα νύχια του, επειδή δεν θα μπορούσε να
αναπτύξει μεγάλη ταχύτητα και να ξεφύγει από τον Θιάτσι.
Η Ίντουν μεταμορφώθηκε σε ένα καρύδι, ο Λόκι το έβαλε στο καλάθι με τα μήλα
και πέταξε μακριά. Ο Θιάτσι τον είδε, μεταμορφώθηκε πάλι σε μαύρο αητό και τον
κυνήγησε.
Κόντευαν να φτάσουν στην Άσγκαρντ, όταν οι θεοί τον είδαν. Ο Όντιν έδωσε
πάλι τη λύση, φοβούμενος ότι ο αητός θα έπιανε τον Λόκι-γεράκι. Έδωσε διαταγή
να ανάψουν τεράστιες φωτιές στα τείχη. Τον υπάκουσαν, αν και δεν καταλάβαιναν
τη σκέψη του.
Ο Λόκι είδε τη φωτιά κι έβαλε όλη του τη δύναμη να πετάξει γρηγορώτερα.
Έφτασε τις φωτιές και πέρασε από μέσα τους, ενώ ο Θιάτσι καιγόταν έως θανάτου.
Η Ίντουν πήρε πάλι τη μορφή της και ζήτησε από τους θεούς και τον Μπράγκι
να συγχωρήσουν τον Λόκι, που ναι, μεν την απήγαγε, αλλά την έσωσε.
Ο Όντιν, μεγαλόθυμα, έδωσε τη
συγχώρηση, αφού ο Λόκι είχε καταφέρει, όχι μόνο να φέρει πίσω την Ίντουν και τα
πολύτιμα μήλα, αλλά έγινε αίτιος να γλυτώσουν από τον γίγαντα Θιάτσι.
Ο Λόκι, για άλλη μια φορά, είχε γλυτώσει, όμως μυαλό δεν έβαλε ποτέ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου