ΑΝΤΟΝΙ ΓΚΑΟΥΝΤΙ ( 1852-1926)
Ο αρχιτέκτονας της Βαρκελώνης
Της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου
Ο αρχιτέκτονας της Βαρκελώνης
Της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου
Αρκεί ένα ταξίδι στη σημερινή Βαρκελώνη για να δει κανείς τη σφραγίδα του
μεγάλου Καταλανού αρχιτέκτονα, του ανθρώπου που ακολούθησε το όραμά του και
«κέντησε» στην κυριολεξία με την ιδιαίτερη ματιά του στα κτίρια, την τόσο
ευρηματική, την τόσο προχωρημένη για την εποχή του. Χρησιμοποίησε πέτρα, τούβλο,
ξύλο και σίδερο, δημιουργώντας οικίες-πίνακες ζωγραφικής, αλλά τόσο λειτουργικά
και σοφά σχεδιασμένα, που σε αφήνουν άναυδο. Εσωτερικά αίθρια με βιτρώ, που αντανακλούν ονειρικά το εξωτερικό φως, υπέροχες σκάλες με εκθαμβωτική μικροτεχνική στα σιδερένια κάγκελα, εργονομικός σχεδιασμός διαρρύθμισης, σου δημουργούν την επιθυμία να μείνεις εκεί, να μη φύγεις.
Σε μια εποχή που τα αυτοκίνητα
μόλις είχαν κάνει την εμφάνισή τους, σχεδίασε υπόγεια πάρκινγκς που κανείς από
τους σημερινούς αρχιτέκτονες δεν μπορεί (λόγω του μικρού και περιορισμένου
χώρου) να σχεδιάσει. Τα αυτοκίνητα έμπαιναν από μία συγκεκριμένη είσοδο και
έβγαιναν από μια άλλη, συνεχίζοντας απλώς τη διαδρομή τους (όχι πίσω-μπρός, όχι
χτυπήματα στους αδιάφορους διπλανούς, όχι ζογκλαρίσματα...)
Η εκκλησία, στην οποία αφιέρωσε τη ζωή του και πέθανε χωρίς να την
τελειώσει, η Σαγράδα Φαμίλια, περιμένει ακόμη υπομονετικά τους σύγχρονους
αρχιτέκτονες να μαντέψουν τι ήθελε να κάνει ο Γκαουντί (Γκαουδί στα καταλάνικα)
και να προχωρήσουν- είναι ο λόγος που οι εργασίες εκτελούνται πολύ αργά. Ο
Γκαουντί είχε τα σχέδια φυλλαγμένα όλα
στο μυαλό του και τα πήρε μαζί του στον αθέατο κόσμο.
( η Σαγράδα Φαμίλια εσωτερικά)
Γεννήθηκε στην πόλη Ρέους, το μικρότερο παιδί της οκογένειας (είχε 4
αδέλφια) από πατέρα χαλκουργό, ο οποίος εργαζόταν σε βιομηχανία. Πολύ νωρίς
αρρωσταίνει και η κακή του υγεία τον κάνει κλειστό και επιφυλακτικό. Θείο δώρο
η κλίση του στο σχέδιο, που εκδηλώνεται από τα σχολικά του χρόνια και τού
χαρίζει αρκετά βραβεία στους σχολικούς διαγωνισμούς ζωγραφικής.
Το 1868 ζει στην Βαρκελώνη και σπουδάζει διδακτική. Είναι τα χρόνια που
αναπτύσσεται το ενδιαφέρον του για την αρχιτεκτονική, χρόνια που η Βαρκελώνη
είναι η πιο μοντέρνα πόλη της Ισπανίας.
Από το 1875 μέχρι το 1878 υπηρετεί τη θητεία του στο στρατό, αλλά η κακή
του υγεία δεν του επιτρέπει να συμμετέχει στις μάχες που προβαίνει η Ισπανία.
Υπάρχει ξανά μια άλλη πλευρά που τον αποζημιώνει: γράφεται στην Ανωτάτη Σχολή
Αρχιτεκτονικής της Βαρκελώνης, για να αποφοιτήσει την ίδια χρονιά που λήγει και
η θητεία του. Συγχρόνως, παρακολουθεί μαθήματα οικονομίας, ιστορίας,φιλοσοφίας
και αισθητικής, αλλά οι βαθμοί του είναι μέτριοι.
Χαρακτηριστικό είναι το σχόλιο του διευθυντή της Σχολής:
«Δίνουμε τον ακαδημαϊκό αυτόν τίτλο σε έναν ανόητο ή σε μια διάνοια. Ο
χρόνος θα δείξει...»
Το κοσμοπολίτικο περιβάλον της Βαρκελώνης τον επηρέασε επαγγελματικά και
πνευματικά. Μελέτησε τα καλλιτεχνικά ρεύματα του παρελθόντος, την ισλαμική και
την γοτθική αρχιτεκτονική, που τότε αναβίωνε, δέχτηκε την επιρροή των έργων των
Βιολέ-λε-Ντιούκ, Τζών Ράσκιν και Ρίτσαρντ Βάγκνερ, ενώ αποφάσιζε να ανανεώσει
την τοπική αρχιτεκτονική, επεξεργαζόμενος νέες φόρμες.
Τα δημιουργήματά του χαρίζουν στη
Βαρκελώνη έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα και ατμόσφαιρα, όλα πόλοι έλξης για
επισκέπτες και μελετητές. Μία
χαρακτηριστική τεχνική του είναι η χρήση κομματιών κεραμικών πλακιδίων,
με σκοπό να διακοσμήσει ή να χρωματίσει τα έργα του, μια τεχνική με την οποία
έφτιαξε την εξαιρετική και απόλυτα αναγνωρίσιμη σαλαμάνδρα του πάρκου Γκουέλ.
Ένα από τα πιο θεαματικά του έργα είναι η Έπαυλη, το Παλάτι και το Πάρκο
Γκουέλ που ξεκίνησε να φτιάχνεται το 1886 και τελείωσε δύο χρόνια μετά. Τον
σχεδιασμό τού τον ανέθεσε ο Don Eusebi Guell i Bacigalupi, ένας εξέχων πολίτης
της Βαρκελώνης με μεγάλη συμμετοχή στην οικονομική, την πολιτική και την
κοινωνική ζωή της πόλης, ο οποίος
εντυπωσιάστηκε βλέποντας το έργο που παρουσίασε ο Γκαουντί στην Διεθνη
Έκθεση του Παρισιού το 1878.
Όσοι το έχουν επισκεφθεί, πέφτουν από τη μία ευχάριστη έκπληξη στην
επόμενη, δεν ξέρουν τί να πρωτοθαυμάσουν, έχουν την εντύπωση ότι βρίσκονται
μέσα σε μια παραμυθένια χώρα, όπου όλα βαίνουν καλώς, με έναν τεράστιο σεβασμό
στη φύση και την ευδαμονία να κυριαρχεί, κάνοντάς τους να χαμογελούν μονίμως. Ο
ζεστός, καταλάνικος ήλιος το λούζει όλη την ημέρα, εκτός από τα σημεία που
εκείνος αποφάσισε να τους χαρίσει μια προστασία, κομμάτια όπου ο ευχάριστα
αναστατωμένος επισκέπτης παίρνει τις ανάσες του, εξακολουθώντας να θαυμάζει τις
υπέροχες λεπτομέρειες.
Τα περισσότερα έργα του τα έφερνε σε πέρας γρήγορα: Casa Vicens(1878-1880),
Palau Guell(1885-1889), Casa Calvet(1899-1904), Casa Batlo(1905-1907), La Pedrera(1905-1907), πράγμα που δεν πέτυχε στην αγαπημένη του
εκκλησία (Sagrada Familia), στην οποία έδωσε όλο του τον εαυτό και τα χρήματά
του, εργαζόμενος μέχρι την τελευταία του πνοή (1884-1926).
Την 7η Ιουνίου 1926, ένας ατημέλητος γεράκος επέστρεφε από την
καθημερινή του επίσκεψη στην εκκλησία και πήγαινε στη δουλειά του(έμενε στο εργαστήριό
του, μέσα στην εκκλησία από το 1884, από τότε που ξεκίνησε το έργο). Ένα
διερχόμενο τραμ τον χτύπησε και το χτύπημα ήταν θανατηφόρο. Οι περαστικοί
νόμισαν ότι επρόκειτο για κάποιον ζητιάνο και δεν έδωσαν σημασία. Έμεινε
αναίσθητος κάποιες ώρες, εγκαταλειμένος στο δρόμο μέχρι που κάποιοι
ευαισθητοποιήθηκαν και τον οδήγησαν στο νοσοκομείο, όπου διεπιστώθη η ταυτότητά
του: ήταν ο Αντόνι Γκαουδί. Ο ταλαιπωρημένος οργανισμός του, μαζί με τα
τραύματα και τις χαμένες ώρες, ήταν σε μη ανστρέψιμη κατάσταση και άντεξε μόνον τρεις μέρες.
Η ταφή του έγινε δύο μέρες μετά τον θάνατό του, με πλήθος κόσμου να συρρέει
για να αποχαιρετήσει τον αρχιτέκτονα που θα έκανε γνωστή την πόλη τους σε όλο
τον κόσμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου