The world I love:my novels, my favorite themes

Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2018


ΜΕΤΕΩΡΑ
Μέρος α΄
Της Dimitra Papanastasopoulou



«Ανεξάρτητα από την γεωλογική εξήγηση της προέλευσης των Μετεώρων, εκείνο που προκάλεσε και πάντα θα προκαλεί τον θαυμασμό είναι η ανεπανάληπτη και μοναδική ομορφιά του πέτρινου δάσους με τα μοναστήρια στις κορυφές τους. Σ’ αυτόν, λοιπόν, τον φανταστικό τόπο ήρθαν για την άσκησή τους οι μοναχοί και πρόσθεσαν στα θαυμαστά δημιουργήματα της φύσης τον ανθρώπινο μόχθο και την καλαισθησία» ( Νίκος Νικονάνος)

Πλησιάζοντας τους «φύλακες-δράκους» της Θεσσαλίας των μεσαιωνικών χρόνων, όσες φορές κι αν τους έχεις αντικρύσει, σε πιάνει δέος. Τα βράχια υψώνονται σχεδόν κατακόρυφα, άπαρτα κάστρα, γλιστερά και – εκ πρώτης όψεως-αφιλόξενα, φθάνουν κι αγγίζουν τον ουρανό, εεξ ού και η ονομασία τους: μετέωρα, χαρακτηρισμός από τα χείλη του Οσίου Αθανασίου, κτήτορα του Μεγάλου Μετεώρου, όταν πρωτοανέβηκε τον 14ο αιώνα να ασκητέψει σ’ ένα φυσικό κοίλωμα των βράχων.

Η τελευταία μου επίσκεψη, πριν δυο μήνες περίπου, ένα σύντομο πέρασμα μιας εκτενέστερης εκδρομής, άφησε πάλι την καρδιά γεμάτη, τους λογισμούς ανήσυχους για τη σπουδαιότητα της ύπαρξής μας, για τους στόχους ζωής και το στιγμιαίο μας πέρασμα. «Τι να προλάβεις να πρωτοκάνεις;» ρωτάμε πολλές φορές. Η απάντηση όλων των καλογήρων που ανέβηκαν αυτά τα τρομερά βράχια και μεγαλούργησαν, απομονωμένοι επί αιώνες από τους συνανθρώπους τους της εύφορης πεδιάδας, απαντά: «πολλά, αρκεί να μένεις προσηλωμένος στον στόχο σου».

Ανάμεσα στα Αντιχάσια και την Πίνδο, στη βορειοδυτική πλευρά της Θεσσαλίας, στους αρχαίους Σταγούς( σήμερα Καλαμπάκα) και πάνω από το μικρό και γραφικό Καστράκι, υψώνονται τούτοι οι σκουρόχρωμοι βράχοι, σχηματίζοντας ένα τοπίο που κόβει την ανάσα.



Με ύψος να φτάνουν τα 400μ. καταλαμβάνουν μια έκταση 30 τ.χλμ. και εξακολουθούν να κρατούν μυστική την προέλευσή τους. Άλλοι μιλούν για διαβρωσιγενείς σχηματισμούς, επομένως για σκληρά κροκαλοπαγή πετρώματα,απομονωμένα μετά την διάβρωση των γειτονικών τους ψαμμιτικών και αργιλοαμμωδών πετρωμάτων, και άλλοι θεωρούν ότι πρόκειται για δελτοειδή κώνο ποταμού, ο οποίος στον πλειογενή αιώνα είχε τη μορφή λίμνης, εκτεταμένης σε όλη τη σημερινή θεσσαλική πεδιάδα, μεταφέροντας άμμο, λάσπη, κροκάλες, χαλίκια και άλλες φερτές ύλες στην έξοδό του στην συγκεκριμμένη περιοχή και σχηματίζοντας κώνους καθώς συγκολλούνταν μεταξύ τους. Όταν αργότερα τα νερά αποσύρθηκαν, κατατμήθηκαν σε βράχους διαφόρων σχημάτων. Όποια και να είναι η προέλευση, είναι βέβαιο ότι ο αέρας των αιώνων έβαλε την τελική πινελιά της διάβρωσης στη μορφή τους, τους σμίλεψε όπως ο γλύπτης το έργο του.
Άγνωστος παραμένει και ο χρόνος που οι πρώτοι ερημίτες σκαρφάλωσαν στους απόκρημνους βράχους, αναζητώντας τον Θεό, είναι, ωστόσο υπολογίσιμος ο χρόνος της οργάνωσής τους κι αυτό συνέβη το δεύτερο μισό του 12ου αιώνα. Τότε συνεστήθη η σκήτη της Δούπιανης ή σκήτη των Σταγών και συγκροτήθηκε η πρώτη μορφή της μοναστικής κοινωνίας των Μετεώρων, με οργάνωση παρεμφερή με εκείνη των ιδιόρρυθμων σκητών του Αγίου Όρους.

Όπως αναφέρουν οι πηγές, κάτω από τον βράχο(«στύλο») της Δούπιανης υπήρχε από τα 1200(σύμφωνα με τις τελευταίες έρευνες) ο ναός της Θεοτόκου, όπου μαζεύονταν οι μοναχοί κάθε Κυριακή για την κοινή τους προσευχή, δημιουργώντας σιγά σιγά την πρώτη μοναχική πολιτεία. Η σκήτη υπαγόταν στην επισκοπή Σταγών, είχε προϊστάμενο με τίτλο «πρώτος της σκήτης των Σταγών» και έδρα τον ναό της Θεοτόκου της Δούπιανης.
Στα μέσα του 14ου αιώνα, «πρώτος»  ήταν ο Νείλος, μια από τις πλεόν ηγετικές μορφές του μετεωρίτικου μοναχισμού. Με δικές του ενέργειες η σκήτη απέκτησε προνόμια και κτίστηκαν τέσσερις ναοί στα γύρω σπήλαια.
Την ίδια εποχή εμφανίστηκε ο Αθανάσιος, ιδρύοντας το Μεγάλο Μετέωρο και οργανώνοντας κοινοβιακά ολόκληρη την μοναστική πολιτεία των βράχων. Η ακμή είχε αρχίσει για να παρουσιάσει κάμψη τον επόμενο αιώνα(15ος) και ξανά άνοδο τον 16ο αιώνα κατά τον οποίο ανακαινίζονται τα παλιά και χτίζονται νέα μοναστήρια, παρά Τον τούρκικο ζυγό.

Σήμερα, διατηρούνται επτά μονές (από τις 24 που υπήρχαν): της Μεταμορφώσεως (ή Μεγάλο Μετέωρο), του Βαρλαάμ, του Αγίου Νικολάου Αναπαυσά, της Αγίας Τριάδας, του Αγίου Στεφάνου, του Ρουσάνου και της Υπαπαντής.





Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2018


ΑΜΠΕΛΑΚΙΑ
Μέρος β΄
Ο συνεταιρισμός
Της Dimitra Papanastasopoulou





Οι Αμπελακιώτες από τα τέλη του 17ου αιώνα ασχολήθηκαν με τη βαφή των βαμβακερών νημάτων, μια τέχνη που την έμαθαν στους κιρχανάδες (νηματοβαφεία) της Λάρισας και του Τυρνάβου. Γρήγορα διαπίστωσαν ότι αυτή η τέχνη μπορεί να είναι προσοδοφόρα και τη μετέφεραν στο χωριό τους. 
Η βαφή γινόταν με τη χρήση του φυτού ριζάρι (ρούβια η βαφική ή ερυθρόδανο) που κάποιοι έφεραν από τη Μικρά Ασία και το καλλιέργησαν στη Θεσσαλία.
Γρήγορα αντιλήφθηκαν ότι τα βαμμένα με αυτή την ανεξίτηλη και ζωηρή κόκκινη βαφή νήματα ήταν εξαιρετικής ποιότητας και η ζήτησή τους στην Ευρώπη τεράστια. Έτσι, αποφάσισαν να συνεταιριστούν και να αντιμετωπίσουν τον εξωτερικό ανταγωνισμό.
Οι μικρές οικοτεχνίες πολλαπλασιάστηκαν, όλοι καταπιάστηκαν μ’ αυτό, παίρνοντας βαμβάκι αρχικά από την Κοιλάδα των Τεμπών. Όταν οι παραγγελίες αυξήθηκαν, οι προμήθειες επεκτάθηκαν σ΄ολόκληρη τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία και τη Μικρά Ασία!
Συγχρόνως, συνεργάστηκαν με Ηπειρώτες εμπόρους που τους έδειξαν τους δρόμους για την Αυστρία και τη Γερμανία. Δεν άργησαν να επεκταθούν στην κεντρική Ευρώπη, με τις παραγγελίες να αυξάνονται συνεχώς.
Ο Γιάννης Κορδάτος αναφέρει τη μαρτυρία του Άγγλου περιηγητή Κλάρκ:
«το ωραίο κόκκινο χρώμα του τουρκικού βαμβακιού για πολύν καιρό θα κρατήσει την αρχική του φήμη. Ουδέποτε στην Αγγλία μπόρεσαν να το απομιμηθούν τέλεια. Η αγγλική βαμβακερή κλωστή είναι μεν πολύ λεπτότερη, όμως δεν έχει την αντοχή που έχει η κλωστή που παρασκευάζεται στην Τουρκία, κι’ ούτε το χρώμα της αγγλικής είναι τόσο στερεό».
Οι λόγιοι Δανιήλ Φιλιππίδης και Γρηγόριος Κωνσταντάς στο έργο τους «Νεωτερική Γεωγραφία», γραμμένο πριν το 1790 και τυπωμένο στη Βιέννη το 1791 [φιλοτίμω χρηματική συνδρομή του εντιμοτάτου κυρίου Ίβου Δροσινού Χατζή Ίβου του εξ Αμπελακίων], μας δίνουν αξιοπρόσεχτες πληροφορίες για την εμποροβιοτεχνική ανάπτυξη των Αμπελακίων στα χρόνια εκείνα:
«Αμπελάκια, χώρα χριστιανική εις τους βορείους πρόποδας της Όσσας, […]. Έχει έως 550 σπίτια από τα οποία ολίγα τινά είνε πολλά όμορφα με το να είνε οικοδομημένα κατά τον τρόπο της Ευρώπης. Αυτή η χώρα προτήτερα από ολίγα χρόνια δεν ήταν τίποτες, τώρα όμως είνε ακουστή και πλούσια δια τα εξαίρετα νήματα οπού βάφονται εις αυτήν και διά το εμπόριο οπού κάμνουν οι ίδιοι με αυτά εις όλη τη Γερμανία. Και οι ίδιοι οι Τούρκοι και οι Λαρισαίοι μάλιστα οι περίοικοί της τη σέβονται διά το κέρδος οπού έχουν απ’ αυτήν, ωσάν οπού διά μέσου αυτής πουλούν τα νήματά τους και ζουν».
Ανάμεσα στα 1750 και 1760 σχηματίστηκε η πρώτη βιοτεχνία οικογενειακής μορφής, και μετά από λίγα χρόνια έγιναν πέντε.
Μια τέτοια ιδρύθηκε στις 15 Απριλίου 1771 από τους Κόμη Δροσινό και Γεώργιο Τότο:«Με το παρόν γράμμα μαρτυρικόν και εξουφλητικόν φανερόνω ο κάτου υγεμεν ότι εις τους 1771 απριλλίου 15 εσυμφώνησε ο κυρ γιοργιος Τότου μετά του κυρ Κόμη Δροσινού να δουλεύουν την κοκιναδικήν τέχνην ο μεν κόμις να πιγενι δια την βρόπα να πολει τα νίματα το δε ό τότους να κομαντάρι εδώ τα κιρχανάδια καί ότι κέρδως ήθελε ξαποστίλη ό πλουσιόδωρος θεός να μεράζουν ίσια προς ίσια όσον καί αποσον καί εις την ζημίαν, την δε την σήμερον εθεόρισαν τον λογαριασμόν τους καί έδοσαν τέλος ή συντροφιά. Εν έτι 1777 Ιουνίου 27, αμπελλάκια» (Η. Νικολόπουλος, «Δομές και θεσμοί στην τουρκοκρατία: Τα Αμπελάκια και ο κοινωνικοοικονομικός μετασχηματισμός του ελλαδικού χώρου»).



Οι απασχολούμενοι εργάτες έφταναν τους χίλιους- άνδρες και γυναίκες. Με τις απαιτήσεις της παραγωγής να αυξάνονται, οι πέντε βιοτεχνίες κατάλαβαν ότι το συμφέρον τους ήταν η δημιουργία ενός μεγαλύτερου φορέα. 
Το 1778 ενώθηκαν ιδρύοντας τον πρώτο αγροτικό συνεταιρισμό στην Ελλάδα, την «Κοινή Συντροφία και Αδελφότητα των Αμπελακίων»  με πρόεδρο τον Γεώργιο Μαύρο(Σβάρτς) και μετόχους όλους τους Αμπελακιώτες (παραγωγοί, εργάτες, τεχνίτες, έμποροι, άντρες και γυναίκες). Οι γαιοκτήμονες συμμετείχαν με τα χωράφια τους, οι κεφαλαιούχοι με τα χρήματα τους, οι τεχνίτες και οι εργάτες με την εργασία τους. Η κατώτερη συνεταιριστική μερίδα ήταν 1.700 φράγκα, ενώ η μεγαλύτερη 6.800, για να αποφευχθεί η κυριαρχία των μεγάλων κεφαλαιούχων. Το 1780 ο συνεταιρισμός είχε 6.000 ενεργά μέλη, με τα καθαρά κέρδη να διανέμονται δίκαια.
Όσα χρόνια διήρκησε ο συνεταιρισμός το χωριό γνώρισε μεγάλη ακμή και ανάπτυξη. Τα Αμπελάκια απέκτησαν 17 υποκαταστήματα σε ευρωπαϊκές πόλεις. Όλοι οι πράκτορες, αντιπρόσωποι και υπάλληλοι των Ευρωπαϊκών πρακτορείων ήταν Αμπελακιώτες και μέλη της Κοινής Συντροφίας. Το χωριό γνώρισε ανέλπιστα πλούτη, τα σπίτια έγιναν μεγαλύτερα, πλουσιότερα και οικοδομήθηκαν πολλά αρχοντικά, σχολεία, νοσοκομεία, δρόμοι.

Ο συνεταιρισμός διαλύθηκε το 1812. Οι λόγοι του αφανισμού ήταν η εφεύρεση της ανιλίνης που έδινε το ίδιο αποτέλεσμα με το ριζάρι, αλλά κόστιζε φθηνότερα, οι συγκρούσεις των μελών, η πτώση της ευρωπαϊκής οικονομίας λόγω των Ναπολεόντειων πολέμων, η ανάπτυξη της βρετανικής κλωστοϋφαντουργίας και η υψηλή φορολογία που επέβαλε ο Αλή Πασάς.
Η παρακμή δεν άργησε να έλθει και η λήθη εγκαταστάθηκε μόνιμα.






Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2018


ΑΜΠΕΛΑΚΙΑ
Μέρος Α΄
Της Dimitra Papanastasopoulou



Είχα να πάω στα Αμπελάκια από τα χρόνια της εφηβείας μου. Πολλές φορές στα προηγούμενα χρόνια τα διάβαινα από την απόσταση της Εθνικής οδού, αλλά τα πέντε χιλιόμετρα που τα χωρίζουν από αυτή, δεν τα έκανα. Ωστόσο, πάντα ήταν στο μυαλό μου, πάντα μιλούσα γι’ αυτά στους φίλους μου.
Τον προηγούμενο μήνα αποφασίσαμε να κάνουμε μια εκδρομή κι αυτή τη φορά μπήκαν στο πρόγραμμα.
Το γραφικό χωριό, σκαρφαλωμένο στις βορειοδυτικές πλαγιές του Κίσσαβου, με απόκρημνες χαράδρες να το ζώνουν, βρίσκεται μια ανάσα από την Κοιλάδα των Τεμπών- ένα από τα ωραιότερα τοπία που συναντά κανείς στην Εθνική οδό Λάρισας-Θεσσαλονίκης. Σήμερα ζει στη σκιά του παρελθόντος, της ιστορίας του, και το μόνο παρήγορο είναι οι επισκέψεις μικρών και μεγαλύτερων μαθητών. Αρχές χειμώνα, όπως το επισκεφθήκαμε, οι ταβέρνες του ήταν κλειστές και η εγκατάλειψη φανερή, παρά τα καλοδιατηρημένα σπίτια. Το καλντερίμι, οι απότομες ανηφόρες και κάποια σκαλοπάτια, μας είχαν ανοίξει την όρεξη. Η μυρωδιά του φρέσκου, ψημένου ψωμιού μας σταμάτησε έξω από τον παραδοσιακό φούρνο και δεν μετανιώσαμε για τις μικρές αγορές μας.



Δεν είναι γνωστό πότε πρωτοεμφανίστηκε ως οικισμός, ωστόσο στα μεσαιωνικά χρόνια είχε ζωή, ήταν κομμάτι του φρουρίου της κοιλάδας των Τεμπών και μετά την κατάκτηση της περιοχής από τους Οθωμανούς (1393) πολλοί ανέβηκαν ως εκεί από την πεδιάδα. Απόκτησαν το όνομά τους, από τα αμπέλια που καλλιεργούνταν, αρκετές δεκαετίες αργότερα(1454), όταν ένας Τούρκος τιμαριούχος συγκέντρωσε άπορους χωρικούς με σκοπό να καλλιεργήσουν τη γη του. Ένα επίσημο έγγραφο απογραφής και φορολογικής καταγραφής της Θεσσαλίας (το χειρόγραφο του Maliyeden Mudevver) το αναφέρει.
Έχοντας αποκτήσει κάποια προνόμια αυτοδιοίκησης, οι Έλληνες κάτοικοι των Αμπελακίων ασχολούνταν με την υφαντουργία, τη μεταξουργία, τη νηματοβαφήκαι την αμπελοκαλλιέργεια για δικό τους λογαριαμό, υποχρεωμένοι μονάχα στην καταβολή φόρου υποτέλειας στους κατακτητές.

Όπου υπάρχει πολιτισμός, υπάρχουν και σχολεία. Στα Αμπελάκια από το 1749 ιδρύθηκε ένα σημαντικό σχολείο, το επονομαζόμενο Ελληνομουσείο, λειτουργώντας αρχικά στον πρόναο της εκκλησίας που στις μέρες μας είναι θεμελιωμένη η Αγία Παρασκευή. Λειτούργησε κάμποσες δεκαετίες και έκλεισε κάποια χρόνια μετά την πτώχευση της Κοινής Συντροφίας, δηλαδή του Συνεταιρισμού (1812). Έγινε τόσο ονομαστό, ώστε κλήθηκαν και δίδαξαν σ’αυτό αρχαία ελληνικά, φιλοσοφία, μαθηματικά και φυσικές επιστήμες διάσημοι Έλληνες διδάσκαλοι όπως ο Γρηγόριος Κωνσταντάς, ο Άνθιμος Γαζής, ο Ευγένιος Βούλγαρης, ο Νεόφυτος Δούκας και ο Κωνσταντίνος Κούμας.


Από τα πολλά αρχοντικά των προηγούμενων αιώνων, σήμερα διατηρείται- γίνονται σοβαρές εργασίες αναπαλαίωσης αυτόν τον καιρό- το τριώροφο του Γεωργίου Σβάρτς (ή Μαύρου), χτισμένο μεταξύ 1787 και 1798. Ένα σπουδαίο και ιδιαίτερο κτίσμα, κατοικία του Σβάρτς, αλλά και έδρα της διάσημης Κοινής Συντροφίας των Αμπελακίων, στο ισόγειο του οποίου (κατώι) στεγάζονταν το ταμείο και το θησαυροφυλάκιο.
Πέτρινο, εντυπωσιακό δείγμα παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, σε σχήμα Γ, με τον τρίτο και τελευταίο όροφο να προεξέχει και να φωτίζεται από μια σειρά παραθύρων, στολισμένων με χρωματιστά τζάμια στη στέψη τους, διαθέτει εξαιρετική ξύλινη εσωτερική επένδυση, πλούσια τοιχογραφία και εξαιρετικές ξυλόγλυπτες οροφές.
Στον υπερυψωμένο χώρο λειτουργούσε η αίθουσα συνεδριάσεων του Συνεταιρισμού, στον πρώτο όροφο (μεσιακό) διέμενε η οικογένεια του Σβάρτς τους χειμωνιάτικους μήνες, ενώ ο τρίτος και τελευταίος(ξάνωγο) χρησίμευε για τη θερινή διαμονή, εκμεταλευόμενοι τα μεγάλα ανοίγματα και την κυκλοφορία του δροσερού αέρα.

Το Δημόσιο το αγόρασε το 1965 και έκτοτε λειτουργεί ως μουσείο.
Η εσωτερική του ερήμωση με συντάραξε. Στην αρχή θεώρησα ότι οφειλόταν στις εργασίες και στο πήγαινε- έλα των εργατών, αλλά σε σχετική μου ερώτηση, ο φύλακας εξεπλάγη. «Δεν υπάρχουν έπιπλα» μου είπε. «Τα έχω δει με τα μάτια μου» απάντησα. Έμεινε ενεός να με κοιτά ψελλίζοντας «δεν είναι δυνατόν, οι κληρονόμοι τα πήραν το 1970». Έληξα το θέμα πικραμένη, λέγοντάς του ότι όπως και σήμερα, και τότε τα σχολεία έκαναν εκπαιδευτικές εκδρομές- σε μια τέτοια τα είδα κι εγώ.
Κάπου στο διαδίκτυο βρήκα μια παλιά φωτογραφία ενός από τους χώρους και την προσθέτω εδώ, για να πάρετε μια ιδέα...



Τι κρίμα, σκεφτόμουν γυρίζοντας και φωτογραφίζοντας τους γυμνούς, σκονισμένους χώρους. Κανείς δεν σκέφτηκε να φωτογραφίσει το χώρο με τα λιγοστά, αλλά χαρακτηριστικά του έπιπλα, να μεγενθύνει τις φωτογραφίες και να τις κρεμάσει, να βλέπουν οι επόμενες γενιές πώς ήταν το αρχοντικό...

Ο Γεώργιος Μαύρος ή Σβάρτς ή Σφράτς ή Σφράτσης (1738-1818) γεννήθηκε στα Αμπελάκια. Ο πατέρας του, σύμφωνα με τον Γιάννη Κορδάτο, ήταν βαφέας των διάσημων κόκκινων νημάτων και μεγαλέμπορος στην Αυστρία, τη Γερμανία και στην ευρύτερη περιοχή της Κεντρικής Ευρώπης. Ο Γεώργιος, ζώντας στην Βιέννη, έμαθε τη δουλειά από τον πατέρα του, εργάστηκε ως έμπορος και επέστρεψε στα Αμπελάκια πολύ αργότερα, για να οργανώσει τον Συνεταιρισμό. Διετέλεσε πρόεδρος του συνεταιρισμού ως το τέλος, ως την πτώχευση. Γνωρίζοντας την γερμανική, εμπορευόταν με Γερμανούς και Αυστριακούς μεγαλεμπόρους και ήταν εκείνοι που τον αποκαλούσαν Σβάρτς, μεταφράζοντας το όνομά του στη γλώσσα τους. Πέθανε άδοξα στη Βιέννη, όντας φυλακισμένος για χρέη, λόγω της χρεωκοπίας του Συνεταιρισμού.






Φίλες και φίλοι, στο β΄μέρος θα μιλήσουμε για τον Συνεταιρισμό. Ως τότε, να είστε όλοι καλά!