The world I love:my novels, my favorite themes

Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2023

 Γράφει η Μαρία Σιταρίδου-Τρουλάκη

Η ΦΩΤΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ




Μέσα στη ροή του χρόνου η Ιστορία τροφοδότησε την λογοτεχνία και συνεχίζει να είναι πηγή έμπνευσης για πολλούς συγγραφείς οι οποίοι την μπλέκουν με τη μυθοπλασία αναφερόμενοι σε ιστορικά γεγονότα, δημιουργώντας με αυτόν τον τρόπο μια μαγική συνθήκη για την εύκολη εκμάθησή της.

Σε αυτή την κατηγορία λογοτεχνών ανήκει και η Δήμητρα Παπαναστασοπούλου η οποία -όντας θαυμάστριά της και δεινή μελετήτρια- την χρησιμοποιεί ως βασικό υλικό στη συγγραφή της.

Στο πρόσφατο βιβλίο της “Η φωτιά της ψυχής” στράφηκε στην “καυτή” ιστορία της Μέσης Ανατολής και στις “ωδίνες” της γέννησης των κρατών της περιοχής.
Ένα πολιτικά δύσκολο θέμα που αφορά το παλαιστινιακό, η εμφύλια σύρραξη στον Λίβανο, ο ρόλος των μεγάλων δυνάμεων στην περιοχή, η σκληρή καθημερινότητα που αποπνέει μυρωδιά θανάτου, οι άνθρωποι που παραπαίουν από τα διχαστικά πάθη και τα επικίνδυνα παιχνίδια της εκάστοτε εξουσίας, ζώντας αντιφατικά πότε μέρες πολέμου και πότε ειρήνης, είναι η μεγάλη εικόνα μέσα στην οποία τοποθετεί την ιστορία της.

Μία ταλαιπωρημένη περιοχή, αυτή του Λιβάνου, η οποία περνώντας από την οθωμανοκρατία στην επιρροή των σταυροφόρων και δημιουργώντας τη νέα πληθυσμιακή ομάδα των Μαρωνιτών που υπήρξαν το κόκκινο πανί για τους ντόπιους Δρούζους καθώς και οι αναταραχές και οι αγώνες που οδήγησαν στην σημερινή του μορφή είναι η περιοχή την οποία μετά από κοπιώδη έρευνα και από αληθινές μαρτυρίες μας παρουσιάζει.

Σε μια χώρα όπου κανείς δεν νιώθει ασφαλής μιας και τα όπλα χωρίς σοβαρό λόγο και αιτία, επικαλούμενα μόνο την θρησκευτική και πολιτική αντίθεση ξερνούν θάνατο, ζει και δραστηριοποιείται η βασική ηρωίδα της.

Πρόκειται για την οικογενειακή ιστορία της Λιντά, την οποία είχε την ευκαιρία να γνωρίσει δια ζώσης. Ήταν μία γυναίκα που έζησε το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα μία πολυτάραχη ζωή, ασυμβίβαστη με τα κοινωνικά στερεότυπα της εποχής, μορφωμένη, δυναμική, παθιασμένη και ακτιβίστρια.

Μία γυναίκα με ιστορία προγονική που ανάγεται πίσω στην τουρκοκρατούμενη Βέροια του 1906 και που συνεχίζεται με αλλεπάλληλες μετακινήσεις και παλινοστήσεις μεταξύ Θεσσαλονίκης, Παρισιού, Χαλέπ Βηρυτού, Κωνσταντινούπολης και τούμπαλιν.
Γεννήθηκε στη Συρία από Ελληνίδα μάνα και κοσμοπολίτη με ελληνικές καταβολές πατέρα. Γαλουχήθηκε από την μητέρα και την θεία της με την ελληνική κουλτούρα, ενώ από τον πατέρα της ήρθε σε επαφή με την υψηλή μόρφωση, την φιλοσοφία της ανατολής και αγάπησε τη λαχτάρα των μικρών λαών για έθνος και πατρίδα. Πολύ νωρίς κάνει την επιλογή της εντοπιότητάς της, νιώθει Σύρια.
Ονειρεύεται ότι όλα τα ποθούμενα για ένα λαό μπορούν να συμβούν αρκεί να υπάρχουν ενεργοί πολίτες που θα κινήσουν όλα εκείνα τα γρανάζια που θα φέρουν το δίκαιο και τον πολιτισμό στο έθνος τους, ακόμη και αν οι ίδιοι γεμίσουν τραύματα, ή χάσουν τη ζωή τους.
Η καταστροφή της Βηρυτού όμως από χέρια Συρίων τη γεμίζει ντροπή…

Μία γυναίκα που αναζητά την πηγή απ’ όπου θα αντλήσει η ίδια δύναμη για να συνεχίσει την προσπάθεια της εθνικής συμφιλίωσης Μουσουλμάνων και Χριστιανών…

 Γράφει ο Δημοσιογράφος Χρήστος Καραγιαννόπουλος

ΔΗΜΗΤΡΑ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ: “Η ΦΩΤΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ” ΜΕ ΑΡΩΜΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ!







Έχω διαβάσει όλα τα βιβλία της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου όχι μόνο επειδή είμαι λάτρης των ιστορικών μυθιστόρημά των αλλά και γιατί η συγγραφέας διαθέτει μια εξαιρετική διαύγεια γραφής που δίνει ζωή σε προσωπικές, ξεχωριστές ιστορίες με την εγκυρότητα και χρησιμότητα ενός επίμονου ιστορικού ερευνητή. Στο τέλευταίο της βιβλίο με τίτλο «Η φωτιά της ψυχής» (εκδ. 24 γράμματα) η Δήμητρα Παπαναστασοπούλου παίζει δεξιοτεχνικά και κυριολεκτικά με τη «φωτιά της Μέσης Ανατολής» δημιουργώντας ένα πολιτικό αφήγημα με επίκεντρο την προσωπική ιστορία της Λιντά, που γεννήθηκε στη Συρία από ελληνίδα μητέρα και πατέρα με ελληνικές καταβολές, προβάλλοντας δυναμικά από τα χρόνια της νεότητας της την αναγκαιότητα μιας εθνικής συμφιλίωσης Μουσουλμάνων και Χριστιανών.
Το μυθιστόρημα “Η φωτιά της ψυχής” είναι πολυπρόσωπο, καλύπτει συναρπαστικές αφηγήσεις τριών γενιών, με οικογενειακές ιστορίες, ιστορικά γεγονότα του 20ου αιώνα , προσωπικά δράματα, απαγορευμένους έρωτες, δράση μυστικών υπηρεσιών, βία και καταστροφές, αλλά και μετακινήσεις σε Θεσσαλονίκη, Παρίσι, Βηρυτό και Κωνσταντινούπολη. Ο ασυμβίβαστος χαρακτήρας της ηρωίδας Λιντά, πρόσωπο πραγματικό και όχι φαντασtικό, κυριαρχεί στην αφήγηση, μιλά για τα βιώματα της και δίνει το πολιτικό και κοινωνικό στίγμα μιας πολυτάραχης εποχής κι ενός εμφυλίου πολέμου - στον Λιβανο. Η Μέση Ανατολή είχε αρχίζει να τραβά την προσοχή των Μεγάλων Δυνάμεων οι οποίες καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό το κοινωνικοπολιτικό στάτους των εθνων-κρατών που αρχισαν να εμφανιζονται στην περιοχη.
Διαβάζοντας το βιβλίο “Η φωτιά της ψυχής” εντυπωσιάστηκα από την προσηλωση της Δήμητρα Παπαναστασοπούλου στην ιστορική αλήθεια δοσμένη στον αναγνώστη με λογοτεχνική μαεστρία. Οι περιγραφές της για μια περιοχή του πλανήτη που δεσπόζει εμφαντικά στην επικαιρότητα εδώ και δεκαετίες αλλά ιστορικά παραμένει σχετικά ασαφής για τους «αμύητους» , συμπλήρωσαν τις γνώσεις μου για τους αρχέτυπους κανόνες της πολιτικής και των παρεμβάσεων της Δύσης στη Μέση Ανατολή. Για μια ακόμα φορά η συγγραφέας που τόσο εκτιμώ ξεπέρασε τις προσδοκίες μου! Το βιογραφικό της και πολλά ακόμα στοιχεία για την ιδία και τα βιβλία της μπορείτε να τα βρείτε και στο προσωπικό της μπλoγκ: myownnovelsworld.blogspot.com.

 

Γράφει η φιλόλογος Χαρά Νάστου:

"Η ΦΩΤΙΑ της ψυχής" της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου.







 Μια λογοτεχνική γραφή που σκαλίζει τόσο βαθιά τη σύγχρονη πολιτική ιστορία, ώστε να προσδίδει δραματικό βάθος στα συναισθήματα των προσώπων, δρώντων κάτω από διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες, ακόμα κι όταν μεταβάλλεται και ο τόπος της δράσης τους.

"Η ΦΩΤΙΑ της ψυχής" της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου δεν αποφεύγει ούτε αυτή τη φορά το χάρισμα να κάνει το μυθιστόρημα Ιστορία και την Ιστορία μυθιστόρημα. Η συγγραφέας σε παρασέρνει στις γραμμές αυτού του πολυπρόσωπου και πολυσταθμικού μυθιστόρηματος, που δεν θέλεις να τελειώσει. Η φυσική ροή του λόγου, η τεχνική του flash back, η εικονοπλαστική αφήγησή της σ' αφήνει στο κέντρο δραματικών γεγονότων, κι εσύ εισχωρείς μέσα στις εξελίξεις, την ώρα της κορύφωσης, μπαίνεις στο καμίνι των συναισθημάτων των ηρώων, τα οποία καμιά συνθήκη δεν σβήνει, ούτε αυτή του θανάτου.

Από τη Βέροια του 1906, με τον Μακεδονικό Αγώνα στο επίκεντρο, προβάλλουν οι πρωταγωνιστές, συμπαθητικοί, αγωνιστικοί, αξιοθαύμαστοι τόσο, που δεν χάνεις βήμα από τη ζωή τους. Την παρακολουθείς, όπου κι αν αυτή τους οδηγεί. Από τη Βέροια βρίσκεσαι μαζί τους στη Θεσσαλονίκη, από εκεί στην Κωνσταντινούπολη και μετά στο Παρίσι, Χαλέπι, Βηρυτό, ζεις μαζί τους, μαθαίνεις μυστικά τους, αγωνιάς, συμπονάς, συμπάσχεις, φοβάσαι γι' αυτούς, καθώς έχεις μπει για τα καλά στη φωτιά των συναισθημάτων τους, ειδικά της Λιντά και του Καρίμ. Είναι οι κεντρικοί ήρωες του έργου. Δεν αφήνουν κανένα αγώνα στη μέση, ζουν μέσα στο καζάνι της μέσης Ανατολής, που βράζει, κοχλάζει και ξεβράζει αίμα, μέσα σε μια ατελείωτη προσδοκία, για την υποχώρηση της φλόγας της φωτιάς, και στην ελπίδα πως ένας λαός θ' αποκτήσει κράτος και η ειρήνη και η συμφιλίωση θα επικρατήσει μέσα στην αντικειμενική αγκαλιά της Δικαιοσύνης. Οι εμφυλιοπολεμικές συγκρούσεις στο Λίβανο σε ανατριχιάζουν με τη λεπτομέρεια της περιγραφής τους, μαίνονται τυφλά βυθίζοντας την κοσμική πλευρά της Βηρυτού στο σκοτάδι του θανάτου.

Οι πολιτικοθρησκευτικές διαφορές απαξιώνουν την ανθρώπινη ύπαρξη, ρίχνοντάς την σε ποτάμια αίματος στο όνομα του Θεού και της εξουσίας. Νατουραλιστικές σκηνές αναπαριστά η συγγραφέας βγαλμένες από τις συνέπειες του πολιτικοθρησκευτικού φανατισμού. Κι έχει μεγάλη αξία αυτή η περιγραφή, καθώς στηρίζεται στη μαρτυρία, ήτοι στα βιώματα της κεντρικής ηρωίδας του μυθιστορήματος, της Λιντά, που τελικά ένιωθε και Σύρια και Ελληνίδα, έχοντας ζήσει όλη τη φρίκη του μακελειού στη Βηρυτό, τον τελικό σταθμό του ταξιδιού της, από τον οποίον κι επιστρέφει στο Παρίσι και τελικά στην Ελλάδα, με την πιο μεγάλη απογοήτευση της ζωής της. Εκεί πάγωσε και νέκρωσε δια παντός την ψυχή της, που την έφλεγε συνεχώς η αγάπη του Καρίμ. Αυτός που την πύρωνε διαρκώς αυτός και τη πάγωσε οριστικά, ώστε καμιά άλλη αγάπη, όσο ανιδιοτελής κι ακοίμητη κι αν περίμενε να της χαριστεί, δεν έλιωσε τον πάγο που κατέλαβε όλη την έκταση της καρδιάς της.

"Η ΦΩΤΙΑ της ψυχής" κινείται στον ιστορικό άξονα του 20ου αιώνα, από το 1906 έως το 1985, και συνιστά ένα δραματικό ιστορικό μυθιστόρημα, κοσμοπολίτικο με ήρωες παθιασμένους για τη ζωή, αλλά και για δικαιοσύνη και ελευθερία. Η Ιστορία που καταγράφεται έχει τραγικά γεγονότα, ανθρώπους που τα κινούν, συμφέροντα που τα καθορίζουν, βαθιά απογοήτευση από την ιδιοτελή διαχείριση, ελπίδα μικρή για τη συναδέλφωση των λαών, όπως τα εκθέτει αριστοτεχνικά με αφηγηματική αμεσότητα και ανεπιτήδευτο ύφος η συγγραφέας.

Είναι ένα μυθιστόρημα που σημαδεύει και το νου και τη φωτιά της ψυχής του αναγνώστη.

 

Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2022

 

Η ΦΩΤΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ


 


Την στιγμή που ο κόσμος πληροφορείται την δολοφονία του νεοεκλεγέντος Προέδρου του σπαρασσόμενου από εμφύλιο πόλεμο Λιβάνου, η Λιντά πληροφορείται τον αναπάντεχο και τραγικό θάνατο του αγαπημένου της και βυθίζεται σε βαριά κατάθλιψη.

Ο Φιλίπ την μεταφέρει στη Γαλλία και προσπαθεί με ιατρική φροντίδα και με την δύναμη της αγάπης του να επουλώσει τα τραύματά της.

Η ιστορία της οικογένειας της Λιντά, μαζί μ’ εκείνη της Συρίας και του Λιβάνου, είναι συναρπαστική, εξωπραγματική, όπως ακριβώς η αληθινή ζωή.

Ένα ατίθασο πνεύμα, ένας φλογερός, απαγορευμένος έρωτας και ένας δραματικός εμφύλιος σπαραγμός καθορίζουν την πορεία της ύπαρξής της. Η δίψα και η χαρά της ζωής εναλλάσσονται με το φάσμα του πολέμου και του θανάτου. Το άρωμα της ευημερίας και του κοσμοπολιτισμού παρασύρει και σαγηνεύει, ενώ την ίδια στιγμή η στιφή μυρωδιά του θανάτου κόβει την ανάσα.

Ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα που ξεδιπλώνει αριστοτεχνικά την πορεία μιας γυναίκας η οποία έχασε τα πάντα, αλλά το πάθος και η δύναμη για τη ζωή την κράτησαν ζωντανή.

 

ΠΑΛΑΙΟΙ ΛΟΓΑΡΙΣΜΟΙ


 

Τρεις γυναίκες, τρεις διαφορετικοί αιώνες, τρεις διαφορετικοί κόσμοι.

 


Η Βασιλεία Γερανίου είναι μια νέα και ανεξάρτητη γυναίκα του 20ού αιώνα. Η ήσυχη και προγραμματισμένη ζωή της συνταράσσεται από την εμφάνιση ενός άνδρα, κλεισμένου στα μυστικά του. Η Τζόντι Βίνεη είναι ένα φτωχοκόριτσο που οι απάνθρωπες συνθήκες του Λονδίνου του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα οδηγούν στην εξαθλίωση. Η ομορφιά είναι το μοναδικό της όπλο που πρέπει να μάθει να το χρησιμοποιεί σωστά. Η Γουάν Φεν είναι μια αξιοσέβαστη Κινέζα της ανώτερης τάξης του 16ου αιώνα. Βαθύ μίσος και κακή κρίση την απομακρύνουν από το περιβάλλον της και την οδηγούν στο τελευταίο κοινωνικό σκαλοπάτι.

 

Τι σχέση έχουν μεταξύ τους αυτές οι γυναίκες και πόσο οι συνθήκες και η στάση ζωής της Τζόντι και της Γουάν Φεν επηρεάζουν τη ζωή της Βασιλείας;

 

Ένα ξεχωριστό, άκρως γοητευτικό μυθιστόρημα με απρόσμενες ανατροπές, μια συναρπαστική γραφή, άλλοτε λυρική, άλλοτε σκληρή και άλλοτε ωμή, μας παρασύρει σ’ ένα αλησμόνητο ταξίδι.

Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 2022

 

ΝΕΛΣΟΝ ΡΟΛΙΛΑΛΑ ΜΑΝΤΕΛΑ (1918-2013)

(Είναι) Μακρύς ο δρόμος για την ελευθερία)

Μέρος β΄

Της Dimitra Papanastasopoulou

 



 

Ενώ ο Νέλσον Μαντέλα βρίσκεται στη φυλακή, τον Ιούλιο του 1963, σε μια επιδρομή της αστυνομίας, βρέθηκαν έγγραφα του Δόρατος του Έθνους, με αναφορές στο όνομά του. Μια νέα δίκη άρχισε τον Οκτώβριο, κατηγορώντας τον για σαμποτάζ και συνωμοσία βίαιης ανατροπής της κυβέρνησης. Ο Νέλσον και άλλοι πέντε κατηγορούμενοι παραδέχτηκαν τα σαμποτάζ και αρνήθηκαν τις θεωρίες περί συνωμοσίας, χρησιμοποιώντας την δίκη ως μέσον διάδοσης των πολιτικών τους πεποιθήσεων. Ο Νέλσον μιλούσε επί τρεις ώρες, λέγοντας « είμαι έτοιμος να πεθάνω». Παρά το γενονός ότι απαγορευόταν, όλες οι εφημερίδες ανέφεραν τα λόγια του. Η δίκη προκάλεσε διεθνές ενδιαφέρον, κλήσεις για την αθώωσή του ήρθαν από τα Ηνωμένα Έθνη και το Διεθνές Κίνημα Ειρήνης.

Στις 12 Ιουνίου 1964 ο Νέλσον Μαντέλα βρέθηκε ένοχος για όλες τις κατηγορίες. Η κατηγορούσα αρχή πρότεινε την θανατική ποινή, αλλά ο δικαστής τον καταδίκασε σε ισόβια.

Οι έξι κατηγορούμενοι (ο Μαντέλα και οι άλλοι πέντε) μεταφέρθηκαν στις φυλακές του Robben Island και παρέμειναν εκεί τα επόμενα δέκα οκτώ χρόνια. Το κελί του Νέλσον ήταν 2,1 Χ 2,4μ. Ήταν υγρό, τσιμεντένιο και είχε ένα αχυρόστρωμα, ένα σκαμνί κι έναν τενεκεδένιο σκουπιδοτενεκέ. Οι έξι τους έσπαζαν καθημερινά βράχια και τα μετέτρεπαν σε χαλίκια. Έναν χρόνο μετά, τους έστειλαν σε λατομείο ασβέστη. Η χρήση γυαλιών ηλίου απαγορευόταν και η λάμψη του ασβέστη προκάλεσε μόνιμες βλάβες στα μάτια του Νέλσον. Πολλές φορές τον έκλειναν στην απομόνωση, με την κατηγορία ότι έβρισκαν λαθραία αποκόμματα εφημερίδων στα χαρτιά του (οι εφημερίδες απαγορεύονταν).

Παρ’ όλες αυτές τις κακουχίες, είχε το σθένος να ασχολείται τα βράδια με το μεταπτυχιακό του.

Η μητέρα του πέθανε το 1968 και ο πρώτος του γιος το 1969. Δεν τού επέτρεψαν να πάει στις κηδείες τους. Η Γουίνι ήταν φυλακισμένη τον περισσότερο καιρό με χίλιες δύο προφάσεις, επομένως ήταν αδύνατον να τον επισκεφθεί. Ακόμη κι όταν αποφυλακίστηκε το 1977, αναγκάστηκε να μείνει δια της βίας στο Μπράντφορντ, ώστε να μην καταστεί δυνατόν να τον επισκεφθεί.

Οι συνθήκες της φυλακής βελτιώθηκαν μετά το 1967. Τους έδωσαν μακριά παντελόνια (ως τότε φορούσαν κοντά) και η τροφή καλυτέρεψε. Ο Νέλσον έπρεπε να περιμένει ως το 1975 για να καταφέρει να δέχεται επιστολές και επισκέψεις. Τότε ξεκίνησε να γράφει και την αυτοβιογραφία του, την οποία έστειλε λαθραία στο Λονδίνο.  Στάθηκε άτυχος και οι δεσμοφύλακες βρήκαν κάποιες σελίδες, με αποτέλεσμα να σταματήσει το μεταπτυχιακό του για τέσσερα ολόκληρα χρόνια. Και τότε, η ακαταπόνητη ψυχή του στράφηκε στην κηπουρική.

Στις 31 Μαρτίου 1982, μαζί με τους Σισούλου, Μλάμπα και Μλαγκένι μεταφέρθηκε στις φυλακές Πόλσμορ στο Κέηπ Τάουν. Τρία χρόνια αργότερα υποβλήθηκε σε επέμβαση προστάτη και όταν επέστρεψε στη φυλακή, τον οδήγησαν σε ένα μοναχικό κελί. Εκείνος, άρχισε τις προσπάθειες για μια συνάντηση μεταξύ κυβέρνησης και Εθνικού Κογκρέσου.

(Γελώ όταν σκέφτομαι τις θυμωμένες αντιδράσεις των Αρχών, κάθε φορά που τον πίεζαν ψυχολογικά κι εκείνος αντιδρούσε σαν να μην είχε συμβεί το παραμικρό).

Τον Αύγουστο του 1988 μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο με φυματίωση. Μετά τη θεραπεία, τον οδήγησαν στην φυλακή Βίκτορ Βέρστερ κοντά στο Πάαρλ, για τους επόμενους δεκατέσσερις μήνες.

Ύστερα από τρεις αποτυχημένες προσφορές αποφυλάκισης (λόγω διεθνούς πίεσης), ο Νέλσον Μαντέλα αποφυλακίσθηκε την Κυριακή, 11 Φεβρουαρίου 1990, τέσσερις μήνες μετά την αποφυλάκιση των φίλων του, και αφοσιώθηκε στις συνεννοήσεις για το τέλος της λευκής κυβέρνησης μειονότητας. Την επόμενη χρονιά διαδέχτηκε τον καλό του φίλο Όλιβερ Τάμπο εκλεγόμενος Πρόεδρος του Εθνικού Κογκρέσου.

Το 1993 κέρδισε το Νόμπελ Ειρήνης και στα τέλη του Απριλίου 1994 ψήφισε για πρώτη φορά στη ζωή του. Ήταν 76 ετών.

Στις 10 Μαου 1994 αναδείχθηκε πρώτος μαύρος εκλεγμένος Πρόεδρος της Νοτίου Αφρικής. Το 1999, κρατώντας την υπόσχεσή του, παραιτήθηκε και συνέχισε να εργάζεται στο Ίδρυμα Νέλσον Μαντέλα.

Πέθανε στο σπίτι του στο Γιοχάννεσμπουργκ στις 5 Δεκεμβρίου 2013.

Τρίτη 11 Ιανουαρίου 2022

 

ΝΕΛΣΟΝ ΡΟΛΙΛΑΛΑ ΜΑΝΤΕΛΑ (1918-2013)

(Είναι) Μακρύς ο δρόμος για την ελευθερία)

Μέρος Α΄

Της Dimitra Papanastasopoulou

 



Εμφανίζονται μερικές φορές- καθόλου συχνά- κάποιοι άνθρωποι που οι φωτεινές τους ψυχές έχουν την ικανότητα να μας τραβούν όλους από τα λασπόνερα, να μας οδηγούν σε ανώτερες σφαίρες, να μας μεταμορφώνουν σε πραγματικά, φωτεινά πνευματικά όντα. Ένας από αυτούς τους σπάνιους άνδρες ήταν και ο Νέλσον Μαντέλα. Ας μάθουμε λίγα πράγματα γι’ αυτή την ανυποχώρητη, πεισματάρικη ψυχή.

 

Ήταν δισέγγονος βασιλιά της φυλής Τεμπού και το όνομα της οικογενειακής του φατρίας ήταν Μαντίμπα. Στα επτά του χρόνια τον έστειλαν στο σχολείο και η δασκάλα του τον ονόμασε Νέλσον- ένα χριστιανικό όνομα. Γράφει ο ίδιος: «Κανείς από την οικογένειά μου δεν πήγε στο σχολείο… Την πρώτη μέρα που πήγα εγώ, η δασκάλα μου, Miss Mdingane, έδωσε σε όλους μας ένα αγγλικό όνομα. Αυτό ήταν το έθιμο εκείνον τον καιρό για μας τους Αφρικανούς, προφανώς λόγω της βρετανικής προκατάληψης της εκπαίδευσής μας».

Δύο χρόνια αργότερα πέθανε ο πατέρας του. Πολύ αργότερα, ο Νέλσον θα έλεγε ότι από εκείνον (τον πατέρα του) κληρονόμησε μια «επαναστατική υπερηφάνεια» και μια «ξεροκέφαλη αίσθηση δικαίου». Ίσως ναι, ίσως όχι, μιας και το μεσαίο του όνομα-Ρολιλάλα- σημαίνει εκείνον που δημιουργεί φασαρίες και προβλήματα, τον ταραχοποιό.

Στα 16 του πήρε μέρος σε μια παραδοσιακή τελετή ενηλικίωσης και τού δόθηκε το όνομα Νταλιμπούγκα.

Αν και έπαιρνε ευρωπαϊκή μόρφωση, τον ενδιέφερε πολύ η αφρικανική κουλτούρα. Σπούδασε ανθρωπολογία και πολιτικές επιστήμες.

Με το ξέσπασμα του Β΄Π.Π. πήρε μέρος σ’ ένα μποϊκοτάζ για την ποιότητα του φαγητού τού πανεπιστημίου Fort Hare στο οποίο φοιτούσε και αποβλήθηκε. Δεν επέστρεψε ποτέ εκεί.

Πήγε στο Γιοχάννεσμπουργκ τον Απρίλιο του 1941 κι έπιασε δουλειά ως νυχτερινός φύλακας στα Βασιλικά Ορυχεία, «βλέποντας για πρώτη φορά τον καπιταλισμό εν δράσει», αλλά απολύθηκε όταν ο προϊστάμενός του ενημερώθηκε για ό,τι είχε συμβεί στο Fort Hare.

Τότε γνώρισε τον Ουώλτερ Σισούλου, ο οποίος μεσολάβησε για να βρει δουλειά σε μια νομική εταιρία που ανήκε σ’ έναν φιλελεύθερο Εβραίο. Μέσω των νέων συναδέλφων του μπήκε στους κύκλους του Κομμουνιστικού Κόμματος, εντυπωσιασμένος από το πολυποίκιλο μάζεμα Αφρικανών, Ευρωπαίων, Ινδών και Εγχρώμων, και την ίση αντιμετώπισή τους. Ο ίδιος δεν έγινε μέλος του Κ.Κ. επειδή πρέσβευε την αθεα κι εκείνος ήταν χριστιανός, κι επειδή κατάλαβε ότι ο αγώνας των Αφρικανών βασιζόταν στο γένος τους και όχι στις κοινωνικές κάστες.

Γράφηκε στο πανεπιστήμιο της Ν. Αφρικής σ’ ένα πρόγραμμα αλληλογραφίας και επέλεξε να μείνει  γειτονιά εργατών ορυχείων διαφόρων φυλών.

Το 1943 πήρε το ΒΑ, αποφασισμένος ν’ ακολουθήσει πολιτική καριέρα, ως δικηγόρος, επειδή «αισθανόταν ότι ήταν αδύνατον να κάνει κάτι άλλο».

Σπουδάζοντας Νομική στο πανεπιστήμιο Witwatersrand ήταν ο μόνος μαύρος Αφρικανός φοιτητής και ήρθε αντιμέτωπος με τον ρατσισμό. Μπήκε ορμητικά στην πολιτική, επηρεάστηκε από τον Σισούλου, γνώρισε τον Λεμπέντε, και πίστευε ακράδαντα ότι οι μαύροι Αφρικανοί έπρεπε να γίνουν απόλυτα ανεξάρτητοι, να παλέψουν για να παίρνουν εκείνοι τις πολιτικές αποφάσεις.

Τον Οκτώβριο του 1944 παντρεύτηκε την Έβελιν Μάσε και απέκτησε έναν γιο και μια κόρη (πέθανε μετά από εννέα μήνες από μηνυγγίτιδα). Ο Λεμπέντε πέθανε το 1947 και ο Νέλσον προωθήθηκε στην ηγεσία του Εθνικού Αφρικανικού Κογκρέσου Νεότητας (ANCYL), με τη βούληση να απομακρύνει τους κομμουνιστές, θεωρώντας ότι τα πιστεύω τους ήταν αντι-αφρικανικά.

Το 1948 ξεκίνησε δραματικά το απαρτχάϊντ. Ο Νέλσον Μαντέλα και το Εθνικό Αφρικανικό Κογκρέσο δρουν άμεσα εναντίον των μέτρων με απεργίες και μποϊκοτάζ, ακολουθούμενοι από τους Ινδούς.

Το μυαλό του βρίσκεται στη δράση, στους δρομους, με αποτέλεσμα να αποτύχει τρεις φορές στις εξετάσεις του πανεπιστημίου.

Φυλακίστηκε και δικάστηκε τον Ιούνιο του 1952 και έγινε γνωστός στην Νότιο Αφρική. Οι οπαδοί του πολλαπλασιάστηκαν. Έμεινε στη φυλακή εννέα μήνες, μαζί με τον Σισούλου και τον Νταντού.

Τον επόμενο χρόνο, μαζί με τον Τάμπο, άνοιξε μια νομική εταιρία στο Γιοχάννεσμπουργκ, την μοναδική από Αφρικανούς, και ασχολήθηκαν με υποθέσεις αστυνομικής βίας. Δεν άργησαν να γίνουν στόχοι των Αρχών και να τους αφαιρεθεί η άδεια άσκησης επαγγέλματος.

Η σχέση με την Έβελιν ήταν πλέον άσχημη, εκείνη τον κατηγορούσε για μοιχεία. Υπήρχαν φήμες ότι ο Νέλσον είχε νόθο παιδί. Η μητέρα του γύρισε στο χωριό τους για να μην ακούει τίποτε, η Έβελιν πήγε με τους Ιεχωβάδες και απέρριψε την ενασχόληση του Νέλσον με την πολιτική, ενώ γέννησε μια κόρη το 1954.

Ο ως τότε οπαδός των ειρηνικών διαμαρτυριών Νέλσον Μαντέλα, αναγνώρισε τον Φεβρουάριο του 1955 ότι η βία ήταν ο μόνος τρόπος για να απαλλαγούν από το απαρτχάϊντ.

Οι Αρχές τού απαγόρευσαν να κυκλοφορεί στο Γιοχάννεσμπουργκ τον Μάρτιο του 1956 και η Έβελιν τον εγκατέλειψε, παίρνοντας μαζί της τα παιδιά.

Τον Δεκέμβριο εκείνης της χρονιάς ο Νέλσον συνελλήφθη για «εσχάτη προδοσία». Τον Φεβρουάριο του 1958 δόθηκε άδεια να γίνει δίκη, άρχισε τον Αύγουστο στην Πραιτώρια και τον Οκτώβριο οι κατηγορίες αποσύρθηκαν.

Το διαζύγιο με την Έβελιν βγήκε τον Μάρτιο 1958, αλλά ο Νέλσον είχε ήδη γνωρίσει την Γουίνι Μαντικιζέλα και την παντρεύτηκε εκείνη την ίδια χρονιά.

Τον Μάρτιο του 1960 φυλακίστηκε για πέντε μήνες, σε μια φυλακή της Πραιτώρια με άθλιες συνθήκες, με απαγόρευση κάθε είδους επαφής- ακόμη και με τον δικηγόρο του.

Το πρώτο του μέλημα μετά την αποφυλάκιση ήταν να οργανώσει ένα Παν-αφρικανικό Συνέδριο στο Νατάλ (Μάρτιος 1961), ταξιδεύοντας ιγκόγνιτο. Ο Τύπος τον αποκαλεί Black Pimpernel, μια αναφορά στο επιτυχημένο θεατρικό έργο της βαρώνης Emma Orczy «The scarlet Pimpernel» του 1905. (Το πίμπερνελ είναι ένα περιφρονημένο φυτό- το δικό μας περδικούλι ή περδικάκι- που φυτρώνει παντού, κρατώντας κρυφές τις αξιοθαύμαστες ιδιότητές του. Ο ήρωας του θεατρικού, έχοντας ως σήμα κατατεθέν μια απεικόνιση του φυτού, έκρυβε την παραγματική του προσωπικότητα και δράση, ενώ φαινομενικά ήταν ένας αδιάφορος για όλα ευγενής).

Εμπνεόμενος από τον Φιντέλ Κάστρο, ίδρυσε με τον Σισούλου και τον Σλόβο το «Δόρυ του έθνους» (Spear of the Nation), έγινε μέλος του Κ.Κ. και της Κεντρικής Επιτροπής και συνέχισε να κρύβεται.

Πάντα κρυφά, το 1962 ταξίδεψε για να παρακολουθήσει το Παν-αφρικανικό Συνέδριο για την Ελευθερία στην Αντίς Αμπέμπα, και συνέχισε επισκεπτόμενος την Τυνησία, την Αίγυπτο, την Ταγκανίκα, το Μαρόκο, το Μαλί, την Γουϊνέα, τη Σιέρα Λεόνε, τη Λιμπερία και τη Σενεγάλη. Τελευταίος σταθμός το Λονδίνο, όπου συνάντησε πολιτικούς, δημοσιογράφους και ακτιβιστές που υποστήριζαν σθεναρά την κατάργηση του απαρτχάϊντ. Πριν επιστρέψει στη βάση του, παρέμεινε στην Αιθιοπία για δύο μήνες, παρακολουθώντας τις τακτικές του αντάρτικου πολέμου.

Η επιστροφή σήμαινε σύλληψη (5 Αυγούστου 1962) και φυλάκιση στις φυλακές του Γιοχάννεσμπουργκ, με την κατηγορία της φυγής από τη χώρα χωρίς άδεια. Σύντομα μεταφέρθηκε στο άθλιο περιβάλλον των φυλακών της Πραιτώρια, αλλά με ψυχικό σθένος αντιστάθηκε: άρχισε μαθήματα δι’ αλληλογραφίας με το Πανεπιστήμιο του Λονδίνου για να λάβει το Bachelor in Law. Η δίκη ξεκίνησε τον Οκτώβριο, αλλά διακόπηκε διότι ο Νέλσον εμφανίστηκε φορώντας ένα παραδοσιακό καρός, έναν μανδύα από δέρμα αρνιού, αρνήθηκε να καλέσει μάρτυρες και έστρεψε την ένστασή του σε πολιτικό λόγο. Τελικά, βρέθηκε ένοχος, καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια φυλάκιση και βγήκε από την αίθουσα του δικαστηρίου τραγουδώντας το «Nkosi Sikelel’ i Afrika», έναν χριστιανικό ύμνο του 1897.