The world I love:my novels, my favorite themes

Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2021

 

Η ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

Μέρος α΄

Της Dimitra Papanastasopoulou

 


 

Η Ιερά Συμμαχία ιδρύθηκε το 1815, μια χρονιά μετά την ήττα του Ναπολέοντα στο Βατερλώ, κατ’ αρχήν μυστικά από τους νικητές              (Αυστρία, Ρωσία και Πρωσία) και στη συνέχεια την ίδια χρονιά προσχώρησε η Αγγλία. Η Γαλλία ενώθηκε τελικά μαζί τους τρία χρόνια αργότερα. Σκοπό είχε «να διατελέσωσιν ηνωμένοι δια των δεσμών αδελφότητος αληθούς και αδιαλύτου και θεωρούντες αλλήλους ως μέλη μιας και της αυτής πολιτείας εν πάση ευκαιρία και εν παντί τόπω θα παρέχωσιν αρωγήν και αντίληψιν αλλήλοις, εις τους υπηκόους και τους στρατούς αυτών, ων θεωρούσι εαυτούς πατέρας καθοδηγούντες εν τω αυτώ πνεύματι της αδελφικής αγάπης».

Από τις αρχές του 1821 ( 26 Ιανουαρίου) και με διάρκεια ως την 12η Μαϊου, τα μέλη της Ιεράς Συμμαχίας συνεδρίαζαν στο Λέιμπαχ- σημερινή Λιουμπλιάνκα- για να βρουν τρόπους να καταστείλουν βίαια τα απελευθερωτικά κινήματα που είχαν ξεσπάσει στην Νεάπολη, το Πεδεμόντιο και σε περιοχές της Ιβηρικής χερσονήσου.

Η είδηση άλλης μιας εξέγερσης- της Ελληνικής αυτή τη φορά- πέφτει σαν κεραυνός. Αφήνει τους πάντες άναυδους και, φυσικά, ανήσυχους. Διατάραξε τις εργασίες του συνεδρίου και επέβαλλε την ανάγκη αναπροσαρμογής στην στρατηγική και τη διπλωματία τους. Όλοι αντιμετώπισαν το γεγονός ως «ανταρσία» και μόνον η ιδέα μιας επιτυχούς έκβασης τους ανατρίχιαζε. Τα τεράστια οικονομικά τους συμφέροντα, τα ως τότε κανονισμένα με την παραπαίουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία, απειλούνταν αφού η περιοχή αποτελούσε νευραλγικό σταυροδρόμι, μια γέφυρα ανάμεσα σε Δύση και Ανατολή.

Κανείς δεν πήρε το μέρος των επαναστατημένων Ελλήνων. Αντίθετα, αποφάσισαν να διατηρήσουν τα κεκτημένα  και να πατάξουν κάθε κίνημα εξέγερσης.

Ωστόσο, η Αγγλία και η Γαλλία, ναυτικές δυνάμεις και οι δύο, δεν επιθυμούσαν ο άλλος εταίρος τους, η Ρωσία, να «κατεβεί» στην Μεσόγειο, κάτι που θα μπορούσε να προκαλέσει την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ούτε επιθυμούσαν να έχουν αντιπάλους τους ελεύθερους Έλληνες στη θάλασσα.

Από την άλλη μεριά, η θέση του Καποδίστρια ως Υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας και η επιθυμία της Ρωσίας να αποκτήσει πρόσβαση στη Μεσόγειο, έκαναν Άγγλους και Γάλλους να πιστεύουν ότι οι Ρώσοι είχαν συμφέρον να υποκινήσουν αυτή την «ανταρσία».

Η φανερή φιλοτουρκική στάση της Αγγλίας, ειδικά στην πρώτη περίοδο του Αγώνα, οφειλόταν κυρίως στην αναστάτωση του κερδοφόρου αγγλικού εμπορίου και στην διαταραχή της αγγλικής πολιτικής στην Ανατολή. Έχει μεγάλο ενδιαφέρον το υπόμνημα του άλλοτε πρέσβυ της Γαλλίας στη Θεσσαλονίκη Κουζινερύ προς το γαλλικό Υπουργείο Εξωτερικών το 1822:

«Οι Άγγλοι που στηρίζουν την πολιτική τους σε προβλέψεις για το απώτατο μέλλον, αμφιβάλουν αν οι Τούρκοι, γερασμένοι πια ως στρατιωτική δύναμη και πρωτόγονοι στο διοικείν, θα μπορέσουν να αντισταθούν σ’ ένα έθνος που ετοιμάζεται να συντρίψει τα δεσμά του. Στην ελληνική εξέγερση είδαν μια απειλή για τη ναυτική τους ισχύ. Για τους Άγγλους, οι Έλληνες επαναστάτες είναι επιδέξιοι ναυτικοί και στρατιώτες αποφασισμένοι να νικήσουν ή να πεθάνουν. Άλλωστε, οι αντικειμενικές συνθήκες ευνοούν τους Έλληνες από όλες τις πλευρές. Η Τουρκία απειλείται στον Δούναβη, δέχεται επίθεση στα περσικά σύνορα, αμύνεται στις ναυτικές της επαρχίες και είναι υποχρεωμένη ταυτόχρονα να αντιμετωπίζει τους Ελληνες και τον Αλή Πασά. Πρόκειται για μια κατάσταση κρίσιμη που ισχυροποιεί την ενεργητικότητα των Ελλήνων και εξασθενίζει την έπαρση των αντιπάλων τους. Αυτές οι εξελίξεις ανησύχησαν, όπως ήταν φυσικό, την Αγγλία. Είδε στην ελληνική αναγέννηση ένα αντίπαλο έθνος που έπρεπε να πνιγεί στο λίκνο του. Άλλωστε, δεν είναι η πρώτη φορά που η αγγλική πολιτική καταρτίζει παρόμοια σχέδια. Οι ευχές των ευρωπαϊκών λαών, το επιχείρημα της θρησκείας, η φωνή του ανθρωπισμού, τα φρικαλέα αποτελέσματα των άγριων δεισιδαιμονιών, η ταπείνωση της ίδιας της Αγγλίας, που αναγκαζεται να γονατίζει στα πόδια της Πύλης, τίποτα δεν αλλάζει την πολιτική του Λονδίνου. Οι Άγγλοι είναι αποφασισμένοι να αγωνισθούν και στην Κωνσταντινούπολη και στην Κέρκυρα με όλα τα μέσα για να υπονομεύσουν την ελληνική υπόθεση».

Η Γαλλία,βέβαια, ακολουθούσε παρόμοια στρατηγική, παράλληλα όμως, ανταγωνιζόμενη την Αγγλία στην ανατολική Μεσόγειο, προσπαθούσε να δημιουργήσει ένα προγεφύρωμα στην Αίγυπτο, ενισχύοντας τον Μωχάμεντ Άλι, με το σκεπτικό της μακροπρόθεσμης πολιτικήςαποχωριστικών τάσεων και αυτονομιστικών εξελίξεων. Αυτή, λοιπόν, η πολιτική που εκδηλώθηκε μέσω εκσυγχρονισμού του στρατολυ και του ναυτικού της Αιγύπτου, θα προκαλούσε λίγο αργότερα, μεγάλα δεινά στους μαχόμενους Έλληνες.

Οι Γάλλοι είχαν κι άλλο λόγο να απεχθάνονται την ελληνική επανάσταση, κοινό με των Άγγλων, όπως αναφέραμε πιο πάνω: ανησυχούσαν για τον εμπορικό ναυτικό ανταγωνισμό των Ελλήνων. Οι σκλαβωμένοι Έλληνες τους είχαν ήδη εκτοπίσει από τον προηγούμενο αιώνα.

Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2021

 

ΦΙΛΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ

Μέρος δ΄

Της Dimitra Papanastasopoulou

 



Η διαμάχη μεταξύ Αναγνωστόπουλου και Ξάνθου ξέσπασε με αφορμή την έκδοση του Φιλήμονος «Δοκίμιον ιστορικόν περί Φιλικής Εταιρίας». Συγκεκριμένα, ο Φιλήμων, βασιζόμενος σε προσωπικές μαρτυρίες του Αναγνωστόπουλου, ισχυριζόταν ότι τα ιδρυτικά μέλη της Φιλικής Εταιρίας ήταν ο Σκουφάς, ο Τσακάλωφ και ο Αναγνωστόπουλος. Παράλληλα κατηγορούσε, και πάλι με βάση τα λεγόμενα του Αναγνωστόπουλου, τον Ξάνθο για οικονομικές ατασθαλίες.

Ο Ξάνθος εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και με άρθρο του σε εφημερίδα απάντησε σ’ αυτές τις κατηγορίες. Ο Φιλήμων με άρθρο του στην εφημερίδα Αιών, στην προσπάθειά του να αποκαταστήσει τον Ξάνθο, παραδέχτηκε ότι τον αδίκησε. Στη συνέχεια ο Αναγνωστόπουλος παρέδωσε στον Φιλήμονα ένα τετράδιο με τίτλο «Γενικαί παρατηρήσεις» προκειμένου να το δημοσιεύσει. Ο Φιλήμων όμως δεν το δημοσίευσε, επειδή δεν επιθυμούσε να δώσει περαιτέρω συνέχεια στην διαμάχη. Ο Αναγνωστόπουλος, επιμένοντας, έδωσε στην δημοσιότητα δύο επιστολές, μια της γυναίκας του Ξάνθου και μια του Τσακάλωφ που αμφισβητούσαν την συνεισφορά του Ξάνθου στην Φιλική Εταιρία. Οι Τσακάλωφ και Σέκερης, αν και γνώριζαν για την διαμάχη αυτή, δεν επενέβησαν για να αποκαταστήσουν την όποια αλήθεια, αλλά προτίμησαν την σιωπή.

Το γεγονός ότι ο Ξάνθος είχε ως ψευδώνυμο το Α.Δ. και ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος το Α.Ι, δείχνει ότι ο Ξάνθος είχε μυηθεί πριν τον Αναγνωστόπουλο. Το Α.Α. ήταν κενό για όποιον αναλάμβανε την αρχηγία της οργάνωσης, το Α.Β. ήταν του Τσακάλωφ και το Α.Γ. του Σκουφά. Ερωτήματα προκαλεί η αντικατάστασή του Ξάνθου από τον Γαλάτη, επειδή μερικά χρόνια αργότερα ο Νικόλαος Γαλάτης εμφανίζεται με τα χαρακτηριστικά Α.Δ.( θεωρητικά ανήκαν στον Ξάνθο), ενώ ο ςμμανουήλ Ξάνθος με το Α.Θ. Οι ιστορικοί λένε ότι αυτό συνέβη επειδή ο τελευταίος είχε εξαφανισθεί για τέσσερα χρόνια. Η απουσία του προφανώς συνέβαλε στην αντικατάστασή του. Αλλά δεν εξηγεί την αναφορά που υπέβαλε προς την Εθνοσυνέλευση ο ίδιος ο Ξάνθος το 1843 στην οποία μεταξύ άλλων αναφέρει ως ιδρυτές της Φιλικής Εταιρίας, εκτός από τον εαυτό του και τους Τσακάλωφ, Σκουφά και Αναγνωστόπουλο.

Σήμερα οι ιστορικοί θεωρούν πιθανότερη την συμμετοχή του Εμμανουήλ Ξάνθου και λιγότερο αυτή του Αναγνωστόπουλου, αλλά η έλλειψη αξιόπιστων πηγών και σοβαρών ερευνών για την ιστορία της Φιλικής Εταιρίας συντηρεί την διαμάχη μεταξύ πολλών ερευνητών.

 

Οι δολοφονίες του Νικολάου Γαλάτη και του Κυριάκου Καμαρηνού αποτελούν σκοτεινά σημεία στην ιστορία της Φιλικής Εταιρίας. Ο Νικόλαος Γαλάτης, ένα χαρισματικό άτομο, υπήρξε μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, και συνέβαλε με την τόλμη και τον ενθουσιασμό του τα μέγιστα στην Εταιρία: αύξησε θεαματικά όχι μόνον τον αριθμό των μελών αλλά και τα εισοδήματά της από εισφορές, γεγονός καίριας σημασίας για την οργάνωση της επανάστασης. Εντούτοις, κατηγορήθηκε για σπατάλες και ατασθαλίες, όσον αφορά το ταμείο της Εταιρίας, καθώς και για αλαζονική συμπεριφορά και φιλαρχία. Ελέχθη ακόμη ότι ίσως θέλησε να παραγκωνίσει  τον Καποδίστρια και να παρουσιασθεί στον Τσάρο Αλέξανδρο, σαν άνθρωπός του στην Ελλάδα.

Τον σκότωσαν δύο μέλη της Εταιρίας με το αιτιολογικό ότι είχε καταστεί επικίνδυνος και, συγκεκριμένα, επικαλέσθηκαν ότι εκβίαζε πως αν δεν του παρέδιδαν την ηγεσία, θα κατέδιδε τους πάντες στον Χαλέτ Εφέντη, έναν σημαντικό παράγοντα του Οθωμανικού κράτους, στην Κωνσταντινούπολη.

Μετά από αυτή την απειλή, ανέλαβαν την εξόντωσή του ο Αθανάσιος Τσακάλωφ και ο Μανιάτης Παναγιώτης Δημητρόπουλος ή Δημητρακόπουλος. Τον παρέσυραν στην Ερμιόνη, δήθεν για αρχαιολογική εκδρομή και εκεί, ενώ ο Τσακάλωφ παρακολουθούσε από μικρή απόσταση, ο Δημητρόπουλος πυροβόλησε τον Γαλάτη πισώπλατα. Ο Γαλάτης δεν πέθανε αμέσως, αλλά μετά από είκοσι περίπου λεπτά. Λέγεται ότι στράφηκε στον δολοφόνο του, λέγοντας: «Αχ, μ' εφάγατε… Τι σας έκαμα;»

Και ο Δημητρόπουλος του απάντησε: «Δεν είχαμε άλλο τρόπο να γλιτώσουμε από την ανοικονόμητον κακίαν σου».

Επί τόπου πρέπει να σκότωσαν και τον υπηρέτη του. Στη συνέχεια διέφυγαν στη Μάνη και από εκεί στην Πίζα της Ιταλίας.

Η δολοφονία του Γαλάτη προβλήθηκε από πολλούς ιστορικούς ως αναγκαία για την επιβίωση της Οργάνωσης, όπως και εκείνη του Καμαρηνού, το «έγκλημα» του οποίου ήταν ότι έλεγε σε μέλη της Φιλικής Εταιρίας και άλλους, όσα του είχε πει ο ίδιος ο Ιωάννης Καποδίστριας, ότι δηλαδή δεν έπρεπε ακόμα να κηρυχθεί επανάσταση.

Εκφράζεται επίσης η άποψη ότι, ίσως, αυτοί οι δύο φόνοι θα μπορούσαν να είχαν αποτραπεί. Για τον Γαλάτη εκφράζεται και η άποψη ότι η ιστορία της προδοσίας κατασκευάσθηκε για να συγκαλυφθούν τα πραγματικά κίνητρα ή ότι κάποιες ασυνέπειές του μεγαλοποιήθηκαν για να αιτιολογηθεί η εκτέλεσή του. Ο Γαλάτης, δηλαδή, με την παιδεία, τις διασυνδέσεις και τον προσωπικό του πλούτο παρουσιαζόταν με περισσότερα ηγετικά προσόντα από οποιονδήποτε άλλον στον μικρό τότε κύκλο της Φιλικής Εταιρίας και ίσως τα σφάλματα στα οποία περιέπεσε να μεγεθύνθηκαν ώστε να απαλλαγούν από εκείνον όσοι είχαν εξίσου υψηλές φιλοδοξίες.

 

 

Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2021

 

ΦΙΛΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ

Η πορεία προς την Επανάσταση

Μέρος γ΄

Της Dimitra Papanastasopoulou

 



 

To 1818, η έδρα της Φιλικής μεταφέρθηκε από την Οδησσό στην Κωνσταντινούπολη, στην καρδιά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στην πόλη όπου ασκούνταν η εξουσία. Αυτό αποδείκνυε «την αυτοπεποίθηση των Φιλικών στις συνομωτικές οργανωτικές τους ικανότητες», με τον θάνατο του Σκουφά να αποτελεί σοβαρή απώλεια. Λόγω της ραγδαίας εξάπλωσής της, έπρεπε να βρεθεί μια άλλη, μεγάλη προσωπικότητα για να αναλάβει τα ηνία, και να αποκτήσει μεγαλύτερο κύρος και αίγλη.

Στις αρχές του χρόνου έγινε μια συνάντηση με τον Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος αρνήθηκε. Τελικά, μετά από αρκετές επαφές και την πάροδο δύο ετών, τον Απρίλιο του 1820 ανέλαβε την αρχηγία της Φιλικής Εταιρείας ο Αλέξανδρος Υψηλάντης.

Οι συνθήκες ήταν πλέον αρκετά ώριμες για να εκδηλωθεί η εξέγερση και εκπονήθηκε ένα μεγαλόπνοο σχέδιο: να ξεσπάσει ταυτόχρονη επανάσταση στη Σερβία, το Μαυροβούνιο και την Μολδοβλαχία, να κάψουν τον τουρκικό στόλο στην Κωνσταντινούπολη, και να ηγηθεί ο Υψηλάντης της επανάστασης στην Πελοπόννησο.

Μια νεώτερη μελέτη, όμως, δείχνει ότι σαν αρχική εστία της Επανάστασης είχε επιλεγεί η Πελοπόννησος. Αυτό προκύπτει από τη μεγάλη συγκέντρωση Αποστόλων της Εταιρίας και μυήσεων σ’ αυτή την περιοχή. Επιδιώχθηκε μάλιστα η δημιουργία ενός κύκλου μελών με ηγετικές θέσεις στην τοπική κοινωνία. Εκείνη την ίδια χρονιά, μετά από αίτημα Πελοποννησίων προεστών και ιεραρχών, δημιουργήθηκε η Εφορία της Πελοποννήσου ή της Πάτρας, όπως συχνά αναφέρεται στις πηγές. Πιστεύεται ότι η σχετική πρόταση διατυπώθηκε από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό στο κείμενό του με τίτλο «Στοχασμοί των Πελοποννησίων περί του καλού συστήματος». Οι προτάσεις αυτές μεταφέρθηκαν από τον Ιωάννη Παπαρρηγόπουλο στον Αλέξανδρο Υψηλάντη στην Οδησσό. Αυτός όρισε τρεις κοτζαμπάσηδες και τρεις ιεράρχες ως εφόρους, με επικεφαλής τον πρόξενο της Ρωσίας στην Πάτρα, Ιωάννη Βλασσόπουλο. Αυτή η προσπάθεια των Πελοποννησίων προεστών είχε ερμηνευτεί παλιότερα ως αντίδραση απέναντι στην ανάπτυξη των επαναστατικών δικτύων στην Πελοπόννησο, και η αποδοχή του αιτήματος από τον Υψηλάντη ως αποτέλεσμα πολιτικού συμβιβασμού. Ωστόσο, η μελέτη των πηγών δείχνει ότι οι αρμοδιότητες της Εφορίας Πελοποννήσου ήταν παρόμοιες με αυτές των άλλων Εφοριών. Φαίνεται επίσης ότι οι τοπικές ηγεσίες της Πελοποννήσου κινήθηκαν προς την ενσωμάτωσή τους σε μοντέρνες πολιτικές και επαναστατικές δομές (όπως ήταν και η Φ. Εταιρία), δίκτυα και σχέσεις εξουσίας. Αυτό εξηγεί και τον μεγάλο βαθμό νομιμοφροσύνης που έδειξαν οι κοτζαμπάσηδες και οι ιεράρχες της Πελοποννήσου προς τη Φ. Εταιρία στους λίγους μήνες μέχρι την έναρξη της Επανάστασης. Αποδέχτηκαν τις αποφάσεις/εντολές της για την έναρξη της Επανάστασης και τις υλοποίησαν.

Η μυστική συνέλευση της Βοστίτσας τον Ιανουάριο του 1821 ήταν μια διευρυμένη σύσκεψη των μελών της Εφορίας με τον Απόστολο Γρηγόριο Δικαίο-Παπαφλέσσα. Η παλιότερη άποψη ότι στη Βοστίτσα υπήρξε σύγκρουση απόψεων των κοτζαμπάσηδων και ιερέων με τον Δικαίο, όπως αναφέρεται στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, και ότι το ξέσπασμα της Επανάστασης έγινε χωρίς σχέδιο, δεν γίνεται αποδεκτό από σύγχρονους ιστορικούς, όπως ο Β. Παναγιωτόπουλος και ο Δ. Τζάκης.

Οι συντονισμένες ενέργειες υψηλού ρίσκου και συνωμοτικότητας (μετακινήσεις, συσκέψεις, συγκέντρωση χρημάτων και πολεμικού υλικού, πυκνή αλληλογραφία) και η ετοιμότητα κατά το τρίτο δεκαήμερο του Μαρτίου του 1821, δεν θα μπορούσαν να επιτευχθούν αν στη Βοστίτσα είχε απορριφθεί το επαναστατικό σχέδιο της Φ. Εταιρίας.

 

Για άγνωστους λόγους και έχοντας προδοθεί ή διαρρεύσει κάποια από τα σχέδια της Εταιρίας, η επανάσταση κηρύχθηκε τελικά τον Φεβρουάριο του 1821 στο Ιάσιο, την πρωτεύουσα της Μολδαβίας.

Στις 24 Φεβρουαρίου κυκλοφόρησε η περίφημη προκήρυξη του Υψηλάντη, «Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος», στην οποία ανταποκρίθηκαν αρκετοί Έλληνες. Όμως η Ρωσία δεν ήλθε ως αναμενόμενος αρωγός, ενώ το Πατριαρχείο, κατόπιν πιέσεων της Πύλης, αφόρισε επισήμως στις 23 Μαρτίου τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και τον Μιχαήλ Σούτσο, μαζί με όλους τους επαναστάτες:

Η μάχη του Δραγατσανίου τον Ιούνιο του 1821 οδήγησε μεν στη σφαγή των νέων του Ιερού Λόχου και στη συντριβή του κινήματος στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, αλλά απετέλεσε τον ιδανικό αντιπερισπασμό για να κηρυχθεί η Επανάσταση στην Ελλάδα.