ΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΤΗΣ ΣΙΦ
Της Dimitra Papanastasopoulou
Της Dimitra Papanastasopoulou
Συνεχίζουμε την περιήγηση στην νορβηγική μυθολογία, παρακολουθώντας κι άλλα
καμώματα του θεού Λόκι. Πριν ξεκινήσουμε, να σας υπενθυμίσω το μίσος που έτρεφε
ο Λόκι προς τον Θώρ. Και, ως γνωστόν, όταν δεν μπορούμε να πλήξουμε απ’ ευθείας
τον εχθρό, πλήττουμε κάποιον που εκείνος αγαπά. Ο Λόκι, λοιπόν, σκέφθηκε να
πλήξει τον Θώρ, μπαίνοντας νύχτα στο δωμάτιο της αγαπημένης γυναίκας του εχθρού
του, της όμορφης Σιφ και κόβοντας τα υπέροχα, μακριά και κατάξανθα μαλλιά της
από τη ρίζα.
Τα μάτια της Σιφ άνοιξαν για να προλάβουν να δουν τον Λόκι να φεύγει και
για να διαπιστώσει πολύ γρήγορα την
ύπουλη πράξη του. Η επόμενη κίνησή της ήταν να φωνάξει τον σύζυγό της Θώρ και
να ζητήσει τη βοήθειά του.
Έξαλος ο Θώρ έφυγε ψάχνοντας για τον Λόκι και τον βρήκε να κάθεται
αμέριμνος και πολύ ευχαριστημένος κάτω από ένα δέντρο. Ο θυμός του Θωρ ήταν
τόσος, που τα μάτια του είχαν μετατραπεί σε αιμάτινες λίμνες. Ετοιμαζόταν να
του ορμήξει, όταν ο Λόκι σήκωσε τα χέρια και ορκίστηκε να διορθώσει τη ζημιά
που είχε προκαλέσει. Και γαι να το πετύχει, θα απευθυνόταν στους νάνους...
Ο Θωρ γνωρίζοντας ότι ο αλλοπρόσαλος Λόκι κρατούσε τους όρκους του, τού
έδωσε τον απαιτούμενο χρόνο κι εκείνος έσπευσε στην χώρα των νάνων.
Ανάμεσα σε πολλούς άριστους τεχνίτες, ο Λόκι διάλεξε τους αδελφούς Ιβάλντι,
που η φήμη τους ήταν τεράστια. Οι νάνοι τον άκουσαν με προσοχή, χαρούμενοι που
τούς δίνονταν η ευκαιρία να δείξουν την τέχνη τους στους θεούς και
καταπιάστηκαν αμέσως με την πρόκληση. Μετά από μία μόνον ώρα, τα νέα μαλλιά της
Σιφ ήταν έτοιμα: ολόχρυσα, λεπτά ως ιστός αράχνης, μακριά και πυκνά, είχαν την
δυνατότητα να μεγαλώνουν, όπως και τα αληθινά.
Ο Λόκι ετοιμάστηκε να τα πάρει και να φύγει, αλλά οι αδελφοί Ιβάλντι του
είπαν να περιμένει. Σε χρόνο μηδέν σκάρωσαν ένα πολύ ωραίο ακόντιο και ένα
μικρό καράβι. Το ακόντιο, που το ονόμασαν Γκούνγκνιρ, είχε την ικανότητα να
τρυπά μέχρι και τις πιο χοντρές ασπίδες και θώρακες και να κόβει σε μικρά
κομμάτια τα πιο αξιόπιστα σπαθιά. Το καράβι, που ονομάστηκε Σκιντμπλάντνιρ,
μπορούσε, για όποια κατεύθυνση και αν έφευγε, να έχει πάντα ούριο άνεμο,
μπορούσε να μεταβληθεί στο μεγαλύτερο καράβι του κόσμου, αλλά συγχρόνως να
διπλωθεί με τέτοιο τρόπο, σαν να ήταν φτιαγμένο από ύφασμα, κι επομένως να
δεθεί στην ζώνη κάποιου. Οι νάνοι τα έδωσαν κι αυτά στον Λόκι, λέγοντας να
δώσει τα μαλλιά στον Θωρ, το ακόντιο στον όντιν και το καράβι στον Φρέϊρ.
Επιστρέφοντας, ο Λόκι, είδε σε μια σπηλιά δύο άλλους νάνους, τον Μπρόκ και
τον Σίντρι και αποφάσισε αμέσως να τους κάνει μια φάρσα. Τους έδειξε τα μαλλιά,
το ακόντιο και το καράβι, κοροϊδεύοντάς τους, ότι εκείνοι ήταν ανίκανοι να
φτιάξουν τόσο όμορφα πράγματα.
Ο Σίντρι, έμπειρος και καλός τεχνίτης, παραδέχτηκε ότι ήταν πράγματι
θαυμάσια, αλλά εκείνος θα μπορούσε να τα φτιάξει ωραιότερα. Ο Λόκι έδειχνε
δυσπιστία, φθάνοντας στο σημείο να γίνει προσβλητικός και να του πει ότι η
τέχνη του δεν άξιζε τίποτε! Και οι δύο νάνοι στοιχημάτισαν το ίδιο τους το
κεφάλι, ότι μπορούσαν να τα φτιάξουν καλύτερα και ότι αν τα κατάφερναν, ο ίδιος
ο Λόκι θα έχανε το δικό του κεφάλι.
Ο Σίντρι πήγε αμέσως στο εργαστήριό του, έβαλε στην εστία ένα κομμάτι
χρυσάφι, φώναξε τον Μπρόκ να τον βοηθήσει, τού είπε να μη σταματήσει καθόλου να
δουλεύει, ώστε να κερδίσουν το στοίχημα κι εκείνος βγήκε από το εργαστήριο.
Ο Λόκι δεν κάθισε ήσυχος να περιμένει. Μεταμορφώθηκε σε μύγα και ενοχλούσε
τον Μπρόκ, πετώντας συνεχώς γύρω από το πρόσωπό του και τσιμπώντας τον. Εκείνος
τίναζε το κεφάλι του, φώναζε από τις τσιμπιές, αλλά δεν εγκατέλειψε τη δουλειά
του.
Λίγο αργότερα, ένα θεσπέσιο, ολόχρυσο
δαχτυλίδι σχηματίστηκε, τέτοιο που ο Λόκι δεν είχε δει ωραιότερο
πουθενά. Το δαχτυλίδι ονομάστηκε Ντραουπνιρ και όποιος το φορούσε συνεχώς, κάθε
ένατη μέρα που ερχόταν θα έκαναν μαγικά την εμφάνισή τους άλλα οκτώ παρόμοια
δαχτυλίδια.
Ο Λόκι παραδέχτηκε την ομορφιά του, αλλά εξακολούθησε να επμένει ότι το
ακοντιο και το καράβι ήταν καλύτερα. Χωρίς να τον κοιτάξει, χωρίς να του
απαντήσει, ο Σίντρι πήρε ένα παλιό κομμάτι από δέρμα γουρουνιού και αφού έδωσε
την ίδια εντολή στον αδελφό του, βγήκε πάλι από το εργαστήριο.
Ο Λόκι μεταμορφώθηκε πάλι σε μύγα, δαγκώνοντας τώρα τον Μπρόκ στο πρόσωπο,
τον λαιμό και το μέτωπο. Ο νάνος ήταν έτοιμος να αφήσει τη δουλειά του και να
επιτεθεί σ’ αυτή την ενοχλητική μύγα, όταν ο Σίντρι μπήκε μέσα και έβγαλε από
την εστία ένα τεράστιο αγριογούρουνο με τρίχωμα από καθαρό χρυσάφι. Μετά,
ενημέρωσε τον έκπληκτο Λόκι ότι το αγριογούρουνο Γκούλινμπουρστιρ ήταν
ταχύτατο. Μπορούσε να μεταφέρει τον αναβάτη του σε γη και σε θάλασσα.
Ο Λόκι παραδέχτηκε ξανά την τελειότητα του αγριογούρουνου, αλλά... το
ακόντιο εξακολουθούσε να είναι καλύτερο.
Αμίλητος ο Σίντρι έβαλε πάνω στην εστία μερικά κομμάτια σίδερο, άφησε τις
ίδιες εντολές στον Μπρόκ και βγήκε έξω. Ο Λόκι αυτή τη φορά φοβήθηκε μήπως έχανε τη
ζωή του και μεταμορφώθηκε σε μια πολύ επικίνδυνη μύγα. Μπήκε με φόρα μέσα στο
ένα μάτι του Μπρόκ και τον τσιμούσε πολύ δυνατά. Υποχρεωτικά, ο Μπρόκ, μην
αντέχοντας τον πόνο, α΄φησε τη δουλειά του για να διώξει τη μύγα. Εκείνη τη
στιγμή μπήκε ο Σίντρι, πλησίασε στην εστία και έβγαλε ένα βαρύ σιδερένιο σφυρί.
Μετά, πήγε προς το μέρος του Λόκι, που είχε προλάβει να ξαναπάρει τη θεϊκή του
μορφή και καθόταν ήσυχος, σαν να μη συνέβαινε τίποτε, και του έδειξε το σφυρό
Μιόλνιρ, ένα σφυρί που τίποτε στον κόσμο δεν αντέχει το χτύπημά του, και αφού
χτυπήσει τον στόχο του, επιστρέφει στα χέρια του κατόχου του.
Ποιό από τα δημιουργήματα των αδελφών Ιβάλντι μπορούσε να συγκριθεί μαζί
του;
Ο Λόκι, θέλοντας να κερδίσει χρόνο, πρότεινε να πάνε στους θεούς και να
αποφσίσουν εκείνοι. Εκείνοι δέχτηκαν και πήγαν στην πηγή Ούρντ, εκεί όπου οι
θεοί έλυναν τις διαφορές τους. Εκεί, βρήκαν να κάθονται ο Όντιν, ο Φρέϊρ και ο
Θωρ.
Ο Λόκι έδωσε στον Όντιν το ακόντιο, στον Φρέϊρ το καράβι και στον Θώρ τα
χρυσά μαλλιά και ο Σίντρι με τη σειρά του έδωσε το δαχτυλίδι στον Όντιν, το
αγριογούρουνο στον Φρέϊρ και το σφυρί στον Θωρ.
Οι θεοί συσκέφθηκαν πολλές ώρες μέχρι να αποφασίσουν ότι το σφυρί Μιόλνιρ
ήταν το καλύτερο όπλο εναντίον των γιγάντων, και επομένως, το ωραιότερο
δημιούργημα των νάνων. Ο Σίντρι, απόλυτα ικανοποιημένος, ζήτησε το κεφάλι του
Λόκι, αλλά εκείνος ο πανούργος, έβαλε σαν αστραπή τα φτερωτά του παπούτσια και
πέταξε στον ουρανό, ίδιος με τον άνεμο.
Ο Σίντρι φώναζε ότι αδικήθηκε και ο Θωρ πέταξε αμέσως στον ουρανό, έπιασε
τον Λόκι και τον έφερε μπροστά στον νάνο. Ο Σίντρι ετοιμάστηκε να τον
αποκεφαλίσει, όταν ο Λόκι φώναξε. Για να του πάρει το κεφάλι, έπρεπε να του
κόψει τον λαιμό. Ναι, αλλά δεν είχε κανένα δικαίωμα να αγγίξει τον λαιμό...
Το τέχνασμα πέτυχε και οι νάνοι γύρισαν πίσω στη χώρα τους, αφήνοντας τα
δώρα τους στους θεούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου