Ο ΚΒΑΣΙΡ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΛΙ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ
Της Dimitra Papanastasopoulou
Της Dimitra Papanastasopoulou
Δυτικά της Άσγκαρντ, λοιπόν, βρισκόταν το Βάνχεϊμ, το βασίλειο των καλών
πνευμάτων. Αυτά τα πνεύματα δεν έκαναν κακό σε εκανέναν, έβγαιναν σπάνια έξω
από τη χώρα τους και, επομένως, δεν συναντούσαν συχνά ούτε ανθρώπους ούτε
γίγαντες.
Όταν ήρθαν οι Νόρνες και οι Θεοί πόθησαν τα πλούτη των πνευμάτων,
αποφάσισαν να τους επιτεθούν και να τα πάρουν δια της βίας.
Έτσι, ο Όντιν τους μάζεψε όλους και ξεκίνησαν για το βασίλειο των καλών
πνευμάτων, το Βάνχεϊμ. Τα πνεύματα, βλέποντας τις άγριες διαθέσεις των θεών,
αποφάσισαν να αμυνθούν.
Πρώτος ο Όντιν έρριξε το ακόντιό του, διαπράττοντας το πρώτο έγκλημα στον
κόσμο εξ αιτίας του χρυσού. Η προφητεία των Νορνών πραγματοποιήθηκε (θυμίζω στους φίλους αναγνώστες ότι είχαν
προβλέπει ότι οι θεοί θα χύσουν αθώο αίμα, για το οποίο αργά ή γρήγορα θα
πληρώσουν το αντίτιμο).
Αυτός ο πόλεμος δεν έδωσε στους θεούς ούτε χρυσό ούτε δόξα.Τα πνεύματα
κατάφεραν να τους απωθήσουν κι εκείνοι αναγκάστηκαν να γυρίσουν πίσω στην
Άσγκαρντ άπραγοι, αφού πρώτα έφραξαν το Βάνχεϊμ από όλες τις πλευρές, ζητώντας
από τα πνεύματα να συνάψουν ειρήνη και φιλία.
Οι θεοί, σε ένδειξη αιώνιας φιλίας και ειρήνης, έφτυσαν με τη σειρά μέσα σ’
ένα χρυσό δοχείο και από το σάλιο τους έπλασαν τον νάνο Κβάσιρ.
Ο Κβάσιρ ήταν το εξυπνότερο πλάσμα του κόσμου, αφού συνυπήρχαν μέσα του
όλες οι γνώσεις και η σοφία των θεών. Γνώριζε όλες τις απαντήσεις και μιλούσε
όλες τις γλώσσες των ανθρώπων.
Μια μέρα κατέβηκε στη Γή και περπατούσε ανάμεσα στον κόσμο, προσπαθώντας να
τους μεταδώσει κάποιες από τις γνώσεις του. Τα χρόνια, όμως, ήταν άσχημα και το
μυαλό των αναθρώπων ήταν στο χρήμα και πώς θα το αποκτούσαν. Κανείς δεν του
έδωσε την παραμικρή σημασία.
Ο Κβάσιρ έφυγε από τη Γή και πήγε στη χώρα των νάνων, το Σβαρταλβχέϊμ. Προς
μεγάλη του λύπη αντιμετώπισε την ίδια κατάσταση. Οι νάνοι μάζευαν μετά μανίας
χρυσό, διαμάντια και ασήμι.
Αποφάσισε να δει δύο αδελφούς νάνους, τον Φιάλαρ και τον Γκάλαρ και να τους
μάθει όποια τέχνη ή επιστήμη ποθούσαν. Εκείνοι, στην αρχή αμφέβαλαν για τις
ικανότητές του, αλλά όταν βεβαιώθηκαν για την παντογνωσία του, αποφάσισαν να
πάρουν το αίμα του κι από εκείνο να φτιάξουν ένα ποτό που θα τους μετέδιδε τις
απέραντες γνώσεις του. Έπεσαν πάνω του με λύσσα και τον σκότωσαν...
‘Υστερα, αφαίρεσαν όλο το αίμα του νεκρού Κβάσιρ, το ανακάτεψαν με μέλι και
γέμισαν ένα καζάνι και δύο αγγεία. Το μείγμα είχε ιδιαίτερες και θαυμαστές
ιδιότητες: όποιος έπινε μια και μόνη φορά γινόταν εξαίσιος ποητής. Τα δύο
αδέλφια ονόμασαν το μείγμα: μέλι των ποιητών.
Φυσικά, δεν είπαν σε κανέναν για το έγκλημα που διέπραξαν, φοβούμενοι-και
δικαίως- την οργή των θεών. Και σκέφτηκαν να διαδώσουν ότι ο Κβάσιρ πέθανε
πνιγμένος από τις γνώσεις του, ενώ αδυνατούσε να τις μεταδώσει σε οποιονδήποτε
πάνω στη Γή.
Λίγο καιρό αργότερα, οι δύο νάνοι δέχτηκαν την επίσκεψη του γίγαντα
Γκίλινγκ. Δεν άντεξαν και πολύ στον πειρασμό και παινεύτηκαν για το μέλι τους.
Ο Γκίλινγκ ήθελε να δοκιμάσει, οι νάνοι ήθελαν πληρωμή κι εκείνος ετοιμάστηκε
να φύγει για να φέρει χρυσάφι. Το
διαταραγμένο μυαλό των νάνων σκέφτηκε ότι ο Γκίλινγκ θα πρόδιδε το μυστικό τους
και αποφάσισαν να τον σκοτώσουν.
Του πρότειναν να πάνε όλοι μαζί με τη βάρκα τους μια βόλτα πριν φύγει και ο
γίγαντας δέχτηκε, αφού αγαπούσε πολύ τη θάλασα. Οι πονηροί νάνοι, γνώριζαν ότι
ο Γκίλινγκ δεν ήξερε να κολυμπά, γι’ αυτό πήγαν εκεί που η θάλασσα ήταν πολύ
βαθιά. Αναποδογύρισαν τη βάρκα και ο αγαθός γίγαντας, βαρύς σαν πέτρα πήγε στον
πάτο και πνίγηκε.
Οι νάνοι κατάφεραν να γυρίσουν πίσω, αλλά τους περίμενε ο γιός του γίγαντα,
ο Σούτουγκ, ο οποίος είδε δεί από ψηλότερα τι είχε συμβεί... Τους έπιασε και
ετοιμαζόταν να τους δέσει σφιχτά σ’ έναν βράχο που όποτε είχε παλίρροια,
σκεπαζόταν εντελώς από τα νερά.
Για να αποφύγουν την κακή μοίρα που τούς περίμενε, οι δύο νάνοι πρότειναν
στον Σούτουγκ να του δώσουν από το θαυματουργό τους μέλι. Εκείνος συμφώνησε,
αλλά το ήθελε όλο, καθώς και το πώς το είχαν πάρει στην κατοχή τους. Οι νάνοι
αναγκάστηκαν να συγκατανεύσουν.
Έτσι, το μέλι άλλαξε χέρια. Ο Σούτουγκ το πήγε στην χώρα του, το έκρυψε σε
μια βαθιά, γρανιτένια σπηλιά και έβαλε φύλακα την κόρη του Γκούνλιοντ.
Δεν άργησε να γίνει γνωστός ο φόνος του Κβάσιρ και το μέλι που φτιάχτηκε
από το αίμα του, σ’ ολόκληρη τη χώρα των γιγάντων. Το έμαθαν οι λύκοι και τα
κοράκια του Όντιν και πήγαν και τού το είπαν. Εκείνος, θυμωμένος, διέταξε να
τιμωρηθούν οι δύο νάνοι κι έφυγε για να κλέψει ο ίδιος το μέλι.
Πήρε τη μορφή ενός φτωχού ταξιδευτή και πήγε στο Γιότουνχέϊμ. Εκεί είδε
εννέα γίγαντες να θερίζουν ένα απέραντο λιβάδι. Αυτοί οι γίγαντε ήταν υπηρέτες
του μικρότερου αδελφού του Σούτουγκ, του Μπάουγκι.
Αν και ήταν πρωί, ο Όντιν πρόσεξε ότι οι γίγαντες ήταν κιόλας ιδρωμένοι.
Περίεργος, τους ρώτησε γιατί ήταν τόσο κουρασμένοι, ενώ η δουλειά τους δεν ήταν
βαριά κι εκείνοι τού απάντησαν ότι τα δρεπάνια τους δεν ήταν και πολύ κοφτερά.
Ο Όντιν έβγαλε μια πέτρα και τους είπε ότι μ’ αυτή θα γίνουν αιχμηρά, πιο
αιχμηρά κι από ξίφος. Εκείνοι άρχισαν να μαλώνουν ποιός θα την έπαιρνε πρώτος
και ο Όντιν πέταξε την πέτρα ψηλά στον ουρανό, για να την πιάσει ο
γρηγορότερος. Όλοι οι γίγαντες έτρεξαν, μάλωσαν και χτυπήθηκαν μεταξύ τους έως
θανάτου.
Όταν μεσημέριασε, πήγε στο λιβάδι ο Μπάουγκι και είδε τους υπηρέτες του
νεκρούς. Ο Όντιν εμφανίστηκε μπροστά του και τού πρότεινε να κάνει εκείνος όλο
το καλοκαίρι τη δουλειά των υπηρετών. Ο Μπάουγκι τον κοίταξε παραξενεμένος και
ρώτησε το όνομά του.
Ο Όντιν συστήθηκε ως Μπόλβερκ και τού ζήτησε ως αντάλαγμα για τη δουλειά,
να τον βοηθήσει ν’ αποκτήσει το μέλι των
ποιητών που είχε ο Σούτουγκ. Ο Μπάουγκι συμφώνησε, αλλά ζήτησε το μισό μέλι για
τον εαυτό του.
Ο Όντιν δούλεψε, όπως το υποσχέθηκε όλο το καλοκαίρι, τελείωσε τη δουλειά
και πήγαν μαζί με τον Μπάουγκι μέχρι τη σπηλιά, όπου ο Σούτουγκ έκρυβε το μέλι.
Εμπόδιο ήταν η κόρη-φύλακας, η Γκούλιοντ.
Ο Όντιν έδωσε ένα τρυπάνι στον Μπάουγκι και τού είπε να πάει στην πίσω
πλευρά και να σκάψει το βράχο- να μπούν από εκεί. Εκείνος, θεωρώντας ότι η
τρύπα που θα άνοιγε θα ήταν μικρή και δεν θα μπορούσε να περάσει, πίστεψε ότι ο
Όντιν τον κορόϊδευε. Έτσι, μετά από λίγο, αφού δούλεψε για λίγο με το τρυπάνι,
είπε στον Όντιν ότι μπορεί να μπει και να πάρει το μέλι.
Ο Όντιν φύσηξε στην τρύπα, αλλά βγήκαν μόνο χώμα και μικρές πέτρες.
«Δεν έφτασες ακόμη στο τέλος, αλλιώς η στάχτη θα έμπαινε μέσα και δεν θα
έβγαινε έξω», είπε στον Μπάουγκι.
Ο γίγαντας εντυπωσιάστηκε και αυτή τη φορά τρύπησε το βράχο μέχρι το τέλος.
Ο Όντιν ξαναφύσηξε και κατάλαβε ότι ο Μπάουγκι είχε κάνει σωστα τη δουλειά.
Μεταμορφώθηκε σε σκουλήκι και μπήκε στην τρύπα.
Ο Μπάουγκι κατάλαβε ότι είχε εξαπατηθεί και προσπάθησε να κυνηγήσει τον
Όντιν, αλλά εκείνος είχε φθάσει μέσα στη σπηλιά. Η Γκούνλιοντ είδε το σκουλήκι
και ετοιμάστηκε να το πατήσει. Τότε, όμως, είδε μπροστά της έναν πανέμορφο νέο
που τον ερωτεύθηκε παράφορα και κεραυνοβόλα, παρακαλώντας τον να μείνει μαζί
της. Ο πονηρός Όντιν υποσχέθηκε να μείνει τρείς μέρες αν του έδινε τρείς
γουλιές μέλι.
Όταν πέρασαν οι τρεις μέρες, η κοπέλα τον οδήγησε στα δοχεία. Ο Όντιν με
μια γουλιά ήπιε το πρώτο δοχείο, με τη δεύτερη το δεύτερο δοχείο και με την
Τρίτη όλο το καζάνι! Μεταμορφώθηκε σε αητό και πέταξε μακριά.
Ο Σούτουγκ μπήκε στη σπηλιά και ρώτησε την κόρη του πού είναι το μέλι.
Εκείνη τού έδειξε τα άδεια δοχεία, ο γίγαντας μεταμορφώθηκε σε αητό και
κυνήγησε τον Όντιν, ο οποίος δεν μπορούσε να πετάξει γρήγορα, από το πολύ μέλι
που είχε καταπιεί. Κόντευαν να φτάσουν στην Μίντγκαρντ, όταν ο Σούτουγκ τον
έφτασε. Τότε, ο Όντιν έφτυσε μια γουλιά μέλι στη γη και βάζοντας όλη του τη
δύναμη έφτασε ασφαλής στην Άσγκαρντ.
Εκεί, γέμισε ένα χρυσό δοχείο με το ποτό που έβγαλε και το δώρισε στον γιό
του Μπράγκι, που ήταν ο θεός των ποιητών. Από τότε, η καλύτερη ποίηση
δημιουργείται μόνον στην Άσγκαρντ, αλλά από εκείνο το λίγο μέλι που έπεσε στη
γη, οι θεοί αποφασίζουν και χαρίζουν σε κάποιους ανθρώπους το ταλέντο της
ποίησης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου