ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΑΣΓΚΑΡΝΤ
Της Dimitra Papanastasopoulou
Της Dimitra Papanastasopoulou
Σήμερα θα μάθουμε πώς χτίστηκε το περίφημο κάστρο της πρωτεύουσας των
σκανδιναβικών θεοτήτων.
Ο Θώρ πολεμούσε τους γίγαντες μακριά από την Άσγκαρντ, στο Γιότουνχεϊμ,
όταν ένας άλλος γίγαντας πλησίασε στην Άσγκαρντ και ο φύλακας Χέϊμνταλ τον είδε
από απόσταση και σάλπισε.
Οι θεοί άκουσαν τη σάλπιγγα, είδαν τον γίγαντα να έρχεται και σκέφθηκαν να
φωνάξουν πίσω τον Θώρ. Βλέποντας, όμως, τον γίγαντα άοπλο, αποφάσισαν να τον
ρωτήσουν τι θέλει.
Εκείνος είπε ότι ήρθε για να χτίσει το καλύτρο και ισχυρότερο τείχος για
την πόλη, τέτοιο που κανένας εχθρός να μη μπορέσει να το διαβεί. Ο Όντιν ρώτησε
τι θέλει για πληρωμή, για αντάλλαγμα.
Η απάντηση του γίγαντα τους έκανε όλους έξω φρενών: ήθελε τη Φρίγια για
σύζυγο και προίκα τον ήλιο και το φεγγάρι. Έτοιμοι ήταν να στίλουν να φωνάξουν
τον Θώρ, όταν τους σταμάτησε ο Λόκι.
«Αφήστε το πάνω μου. Εγώ θα τον πείσω να χτίσει το τείχος χωρίς αντάλλαγμα»,
ήταν τα λόγια του.
Και οι θεοί, που γνώριζαν πολύ καλά πόσο πονηρός ήταν ο Λόκι, τον
εμπιστεύθηκαν.
Ο Λόκι πλησίασε τον γίγαντα και τον ρώτησε πόσο καιρό θα έκανε να χτίσει το
τείχος και ποιός θα τον βοηθούσε. «Σε μισό χρόνο», απάντησε ο γίγαντας. «Βοηθός
θα είναι το άλογό μου, το Σβαντιλβάρι».
Ο Λόκι συμφώνησε με έναν όρο: αν το τείχος δεν ήταν έτοιμο σε μισό χρόνο,
έστω κι αν έλειπε μόνο μια μικρή πέτρα, ο γίγαντας θα έχανε τα ανταλλάγματά
του.
Κανείς από τους θεούς δεν πίστευε ότι το τείχος θα ήταν έτοιμο σε μισό
χρόνο και έσπευσαν κι εκείνοι να βεβαιώσουν τον γίγαντα με όρκο για τα
συμφωνηθέντα.
Ο γίγανατας έφυγε και γύρισε με το άλογο. Αυτό το άλογο ήταν πολύ δυνατό
και πανέξυπνο: εκείνο έφερνε στον γίγαντα ολόκληρους βράχους.
Το τίχος άρχισε να μεγαλώνει μέρα με τη μέρα, κάνοντας τους θεούς να
τρέμουν. Η Φρέγια έκλαιγε συνεχώς, μην
αντέχοντας την ιδέα να γίνει σύζυγος του γίγαντα, ότι θα άφηνε την Άσγκαρντ για
να ζήσει στη χώρα των γιγάντων. Μαζί της θρηνούσαν ο Μάνι και η Σόλ, γι’ αυτό
το λόγο τόσο ο ήλιος, όσο και η σελήνη μόλις που φαίνονταν στο στερέωμα.
Όσο για τους υπόλοιπους θεούς, ήταν εξαγριωμένοι με τον Λόκι, που για χάρη
του είχαν δεχτεί να μη φωνάξουν τον Θώρ για βοήθεια...
Ο καιρός περνούσε και απέμειναν δύο μέρες για να λήξει η προθεσμία της
κατασκευής του τείχους, αλλά ο χρόνος που χρειαζόταν ο γίγαντας ήταν μόνο μία.
Οι θεοί κάλεσαν συμβούλιο και ο Όντιν επιτέθηκε στον Λόκι, βιάζοντάς τον να
βρει λύση στο πρόβλημά τους, αφού είχε υποσχεθεί ότι θα το κάνει. Εκείνος
χάθηκε σε σκέψεις και μετά, αφού τους καθησύχασε και πάλι, λέγοντας ότι είχε
βρει τη λύση, εξαφανίστηκε.
Ξημέρωσε και ο γίγαντας ετοιμάστηκε να φέρει το τελευταίο φορτίο πέτρες.
Ξαφνικά, μια νεαρή κι όμορφη φοράδα ξεπετάχτηκε από ένα μικρό δάσος και άρχισε
να ενοχλεί το Σβαντιλφάρι. Εκείνο αντιστάθηκε στην αρχή, αλλά τα θέλγητρα της
φοραδούλας τον τρέλαναν κι άρχισε να την κυνηγά.
Ο γίγαντας το φώναξε αγωνιώντα πολλές φορές, αλλά το άλογο, τυφλωμένο από
την ομορφιά της φοράδας έτρεχε πίσω της να τη φτάσει, αγνοώντας τις φωνές του
αφέντη του, μέχρι που χάθηκαν μέσα στο δάσος.
Στο μεταξύ, οι θεοί δεν ήξεραν τι να υποθέσουν, αφού ο γίγαντας δεν είχε
φανεί για να τελειώσει το τείχος. Η Φρέγια αναθάρρησε, ελπίζοντας σε μια πιθανή
σωτηρία της, οι θεοί έβαλαν τα γέλια κι άρχισαν να γλεντούν. Η ημέρα πέρασε και
η επόμενη ήρθε.
Ο γίγαντας φάνηκε στο τέλος της δεύτερης-και τελευταίας- μέρας, θυμωμένος,
κουρασμένος, χωρίς το άλογό του και από το στόμα του έβγαιναν κατάρες. Ήταν
σίγουρος ότι οι θεοί είχαν στείλει τη φοράδα και τους θεωρούσε υπεύθυνους και
καταπατητές των όρκων τους. Μην ελέγχοντας το θυμό του, άρχισε να τους
πετροβολά, κι εκείνοι, φώναξαν τον Θώρ.
Μια φοβερή βροντή έσκισε τον αέρα, στον ουρανό φάνηκε το άρμα του Θώρ. Ο
θεός του κεραυνού, βλέποντας τον γίγαντα, άρπαξε το Μιόλνιρ και τού το πέταξε,
ρίχνοντάς τον κάτω νεκρό.
Το τείχος το αποτελείωσαν οι ίδιοι οι θεοί, αλλά κάθε άλλο παρά
εφησυχασμένοι ήταν. Γνώριζαν καλά ότι είχαν παραβεί τον όρκο τους και ότι θα
ερχόταν μια μέρα που θα το πλήρωναν ακριβά.
Το άλογο Σβαντιλφάρι εξαφανίστηκε χωρίς ίχνη και κανένας δεν το είδε ούτε άκουσε
κάτι γι’ αυτό.
Όσο για τον εξαφανισμένο Λόκι, αφού αναγκάστηκε να μεταμορφωθεί σε φοράδα
και να ενωθεί με το άλογο, έπρεπε στη συνέχεια να περιμένει να γεννήσει και
μετά να πάρει την θεϊκή του υπόσταση. Το άλογο που γεννήθηκε είχε οκτώ πόδια
και το όνομά του ήταν Σλέϊπνιρ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου