Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΑΡΓΟΝΑΥΤΩΝ
Της Dimitra Papanastasopoulou
Της Dimitra Papanastasopoulou
Η αποστολή εξετελέστη και ο Ιάσονας με τη Μήδεια και τους συντρόφους του,
ανέβηκαν γρήγορα στην ΑΡΓΩ, λάμνοντας δυνατά, να απομακρυνθούν από την Κολχίδα,
τον έξαλο Αιήτη και τους εξαγριωμένους κατοίκους.
Σύμφωνα με μια εκδοχή, μαζί τους πήγε και ο αδελφός της Μήδειας, ο Άψυρτος.
Τα καράβια των Κολχιδωνίων δεν τους έφτασαν με τα μαγικά που έκανε η Μήδεια, η
οποία έφτασε στο σημείο να σκοτώσει, να κόψει κομμάτια ως σφάγιο τον αδελφό της
και να ρίξει τα κομμάτια του στη θάλασσα. Ο Αιήτης, μετά απ’ αυτά αναγκάστηκε
να περισυλλέξει τα κομμάτια του γιού του και να επιστρέψει για να τον θάψει.
Κατά μια άλλη, όμως, εκδοχή, ο Άψυρτος ήταν επι κεφαλής του στόλου που
κατεδίωκαν την ΑΡΓΩ. Όταν οι Αργοναύτες έφτασαν στο δέλτα του ποταμού
Ίστρου(Δούναβης) είδαν τον πολυάριθμο στόλο να τους περιμένει. Ο Ιάσονας
αντελήφθη ότι δεν μπορούσε μόνος να αντιμετωπίσει έναν ολόκληρο στόλο και
σκέφτηκε, να παρασύρει με δόλο τον Άψυρτο, προφασιζόμενος ότι θέλει να
μιλήσουν, να συνεννοηθούν. Ο Άψυρτος ζητούσε πίσω τη Μήδεια. Ας κρατούσε ο
Ιάσων το δέρας, αφού του το είχε υποσχεθεί ο πατέρας του.
Και ο Ιάσων του είπε ότι θα άφηνε τη Μήδεια στον ναό, που ήταν εκεί κοντά.
Ανυποψίαστος ο Άψυρτος μπήκε στο ναό, αλλά αντί να βρει την αδελφή του,
βρήκε τον Ιάσονα που επιτέθηκε και τον σκότωσε, τον έκοψε κομμάτια και τα έριξε
στο ποτάμι. Οι Κολχιδόνιοι, άρχισαν να ψάχνουν τα κομμάτια του πρίγκιπα για να
κάνουν την ταφή και οι Αργοναύτες μπόρεσαν να απομακρυνθούν, να κερδίσουν λίγο
χρόνο.
Από δω και πέρα, το χάος, φίλες και φίλοι. Τα σενάρια πολλά, όσα και οι
εμπνευστές τους. Στέλνουν τους Αργοναύτες να πλέουν μέχρι τον Ατλαντικό ωκεανό,
την Αφρική και όλο τον τότε γνωστό κόσμο- μια διαφορετική Οδύσσεια, μπορώ να
πω. Για να μη χαθούμε, θα σας αφηγηθώ μία απ’ όλες.
Η ΑΡΓΩ περιπλανήθηκε αρκετό καιρό, μέχρι που ισχυροί άνεμοι και καταιγίδες,
την έφεραν σε δεινή θέση, τόση που να κινδυνεύει να αφανιστεί. Τότε, μίλησε η
δρυς της πλώρης και τους είπε να στρίψουν βόρεια, να πάνε στο νησί της Κίρκης,
για να καθαριστεί ο Ιάσων από το φονικό του Άψυρτου.
Η θάλασσα γαλήνεψε μονομιάς, ο ήλιος βγήκε και όλοι κατάλαβαν ότι αυτό ήταν
το θέλημα των θεών. Η μάγισσα Κίρκη, και αδελφή του Αιήτη, δέχτηκε να κάνει τις
απαραίτητες θυσίες για την κάθαρση του Ιάσονα και ράντισε τα χέρια του με το
αίμα του σφάγιου της θυσίας, κάνοντας έκκληση στις Ερινύες να μην τον
κατατρέξουν.
Όταν η Μήδεια της είπε ότι ήταν κόρη του Αιήτη, η Κίρκη απαίτησε να φύγει
αμέσως από το νησί της.
Οι Αργοναύτες συνέχισαν το ταξίδι της επιστροφής. Τους παραμόνευαν η Σκύλα
με τη Χάρυβδη, αλλά τους έσωσε η Ήρα, όπως έκανε και στις Συμπηγάδες Πέτρες.
Σειρά είχε το νησί των Σειρήνων. Ο Ορφέας άρχισε να παίζει τη λύρα του και να
τραγουδά τόσο δυνατά, ώστε σκέπασε το τραγούδι των Σειρήνων. Εκείνες,
απελπισμένες, έπεσαν στη θάλασσα και μεταμορφώθηκαν σε βράχια.
Πιο γαλήνιος τώρα ο καιρός, τους επέτρεψε να φτάσουν στο νησί των Φαιάκων,
όπου τους κλοδέχτηκε ο ηλικιωμένος βασιλιάς Αλκίνοος. Η κακοτυχία, όμως,
παραμόνευε. Την επόμενη μέρα κατέφθασαν πλοία των Κολχιδωνίων που
εξακολουθούσαν να τους καταδιώκουν. Δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς. Ο Αιήτης
τους είχε διατάξει να μη γυρίσουν ποτέ χωρίς τη Μήδεια...
Έτσι, ζήτησαν από τον Ιάσονα να τους την παραδώσει. Εκείνος δεν σκόπευε να
κάνει κάτι τέτοιο, αλλά επενέβη ο Αλκίνοος και είπε ότι αφού η Μήδεια δεν ήταν
σύζυγος του Ιάσονα, έπρεπε να την παραδώσει. Και δόθηκε λίγος χρόνος, ώστε να
μπορέσουν οι Κολχιδόνιοι να απολαύσουν την φιλοξενία του ευμενώς διακειμένου
απέναντί τους, μέχρι να γίνει το θέλημά του, που ήταν και δικό τους.
Έπεσε η νύχτα και σχεδόν όλοι κοιμήθηκαν. Όχι, η Αρήτη, η βασίλισσα των
Φαιάκων. Εκείνη, αντίθετα με τον βασιλιά σύζυγό της, είχε την ιδέα να πάει να
βρει τον Ιάσονα και να προτείνει να παντρευτεί «εκεί και αμέσως» την Μήδεια, να
τους βρει η αυγή παντρεμένους, να μην ισχύσει ο λόγος του Αλκίνοου.
Οι Κολχιδόνιοι άκουσαν έκπληκτοι ότι η Μήδεια ήταν σύζυγος του Ιάσονα και,
επομένως, έπρεπε να ακολουθήσει τον άνδρα της. Απογοητευμένοι, ζήτησαν από τον
Αλκίνοο να τους επιτρέψει να μείνουν στο νησί του, ανατριχιάζοντας στην ιδέα
της τιμωρίας που τους περίμενε στην πατρίδα τους. Κι εκείνος δέχτηκε.
Η συνέχεια του ταξιδιού φαινόταν γαλήνια και οι ακτές της Πελοποννήσου δεν
άργησαν να φανούν. Κι όμως... όλα τα στοιχεία της φύσης βάλθηκαν να πνίξουν
όλους τους Αργοναύτες που, παραζαλισμένοι, δεν ήξεραν τι να κάνουν. Η ΑΡΓΩ
βρέθηκε μισοβυθισμένη στην λεπτή άμμο της Λιβύης και κανείς δεν πίστευε ότι θα
ξανάβλεπε την πατρίδα του.
Και πάλι ήρθε θεϊκή βοήθεια, λέγοντας στον Ιάσονα ότι για να καταφέρουν να
επιστρέψουν, πρέπει να κουβαλήσουν την ΑΡΓΩ στους ώμους τους επί δώδεκα μέρες
και δώδεκα νύχτες, μέχρι να περάσουν την έρημο. Αλλά κι αυτό, για να γίνει,
πρέπει να περιμένουν να ξεπεζέψει η Αμφιτρίτη από το άρμα της.
Ο Ιάσων κοίταζε τη θάλασσα μέχρι που είδε να βγαίνει από τη θάλασσα ένα
λευκό, σαν το χιόνι, άλογο και να καλπάζει σαν άνεμος στην έρημο. Ήταν σίγουρος
ότι ήταν το άλογο της Αμφιτρίτης και ξεκίνησαν τον αγώνα... Δώδεκα μερόνυχτα
δεν έφαγαν και δεν ήπιαν τίποτε, μέχρι που αντίκρυσαν την Χώρα των Εσπερίδων
και την πηγή που είχε σκάψει εκεί ο Ηρακλής.
Ξεδίψασαν, πήραν τροφές, αλλά δεν γνώριζαν πώς θα βγουν στη θάλασσα. Εκεί
που βρίσκονταν ήταν η λίμνη Τριτωνίδα. Ο Ορφέας βοήθησε ξανά, λέγοντας στον
Ιάσονα να χαρίσει έναν τρίποδα στο θεό της λίμνης. Εκείνος το έκανε και είδαν
να ξεπροβάλλει μπροστά τους ο τεράστιος λιμναίος θεός που έδωσε στον Εύφημο ένα
βώλο χώμα, ένα σημάδι φιλοξενίας, δείχνοντάς τους τον δρόμο που οδηγούσε στη
θάλασσα.
Ο Ιάσονας θυσίασε ένα κριάρι και τότε εμφανίστηκε ο ίδιος ο Τρίτωνας. Μ’
ένα στρόβιλο, πήρε την ΑΡΓΩ και την άφησε στο ανοιχτό πέλαγος...
Η στεριά που φάνηκε μπροστά τους μετά από μέρες ήταν η Κρήτη. Οι Αργοναύτες
χρειάζονταν νερό, αλλά ο χάλκινος φύλακας του νησιού, ο Τάλως, δεν τους το
επέτρεπε. Η Μήδεια τον κοίμησε κι εκείνος ξαπλώθηκε βαρύς στο έδαφος. Κι όμως,
αυτό δεν ήταν αρκετό για τους Αργοναύτες, που βάλθηκαν να ξεκαρφώσουν το καρφί
που έφραζε την μοναδική ζωοδότρα φλέβα του γίγαντα. Το αίμα του, ίδιο λυωμένο
μολύβι, χύθηκε στο κρητικό χώμα και ο Τάλως πέθανε.
Οι Αργοναύτες πήραν νερό και έφυγαν, ανεβαίνοντας βόρεια για την Ιωλκό. Κάποια στιγμή, ο
Εύφημος, αφηρημένος, άφησε να πέσει ο βώλος του Τρίτωνα στη θάλασσα. Έκπληκτοι,
είδαν να δημιουργείται ένα όμορφο νησί, και το ονόμασαν Καλλίστη (σημ.
Σαντορίνη).
Άλλη μια φουρτούνα τους κατατρόμαξε, αλλά αυτή τη φορά είχαν βοηθό τον
Απόλλωνα, που με τις αστραφτερές του σαϊτες, τους έδειχνε το δρόμο. Σταμάτησαν
στην Ανάφη μέχρι να περάσει η τρικυμία κι από εκεί, με γαλήνεια θάλασσα, κατέληξαν
στην Ιωλκό.
Ένα τεράστιο ταξίδι, ένα ταξίδι που μύριζε θάνατο από την αρχή, έφτασε στο
τέλος του. Ένα τέλος αίσιο, αφού οι γενναίοι σύντροφοι γύριζαν πίσω με το
Χρυσόμαλλο Δέρας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου