Η ΑΡΓΟΝΑΥΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ
Μέρος δ'
Της Dimitra Papanastasopoulou
Μέρος δ'
Της Dimitra Papanastasopoulou
Το ταξίδι των ηρώων μας συνεχίζεται με την Αργώ να εισέρχεται στον Ελλήσποντο και να φθάνει στην χώρα των
Δολιόνων. Ο βασιλιάς τους Κύζικος τους υποδέχτηκε με λαμπρότητα και οι
αργοναύτες σκέφτηκαν να κάνουν μια εκδρομή στο όρος Δίνδυμο, από όπου η θέα
ήταν εξαίσια.
Ωστόσο, ενώ οι περισσότεροι ανέβαιναν στο βουνό, κάποιοι γίγαντες
προσπάθησαν να κλείσουν με πελώριες πέτρες το λιμάνι και να «πιάσουν» το πλοίο,
να το αποκλείσουν. Και πάλι ο Ηρακλής έσωσε την κατάσταση, γιατί είχε
προτιμήσει να παραμείνει στην ακτή, εξολοθρεύοντάς τους.
Οι αργοναύτες έφυγαν, αλλά μια μεγάλη θαλασσοταραχή τους έρριξε απότομα
στην ίδια ακτή, μέσα στη νύχτα. Οι Δολιανοί θεώρησαν ότι δέχονται επίθεση και,
με επι κεφαλής τον Κύζικο, όρμησαν επάνω τους. Νικήθηκαν και ο Κύζικος πέθανε.
Με το φως της αυγής είδαν όλοι με ποιούς πολεμούσαν. Στενοχωρημένοι,
εκήδευσαν με τιμές τον Κύζικο, αλλά η βασίλισσα Κλυτία δεν άντεξε το χτύπημα
και αυτοκτόνησε.
Άνεμοι αντίθετοι άρχισαν να φυσούν, εμποδίζοντας τους αργοναύτες να φύγουν.
Δώδεκα μερόνυχτα λυσσομανούσαν, μέχρι που ο μάντης Μόψος, ακούγοντας το
τραγούδι μιας αλκυόνης, αντελήφθη ότι η Ήρα περίμενε θυσία. Έτσι κι έγινε. Ο
Ιάσων ανέβηκε στο Δίνδυμο, έκανε το καθήκον του και ικέτευσε την πανίσχυρη θεά
να κατασιγάσει τη μανία των ανέμων, να τους επιτρέψει να συνεχίσουν την πορεία
τους.
Η ικεσία εισακούσθηκε: τα δένδρα γέμισαν ξαφνικά με καρπούς, η γη, από όπου
περνούσαν οι ήρωες, έβγαζε άφθονα λουλούδια, τα λιοντάρια βγήκαν από τις
σπηλιές τους, πλησίασαν τους αργοναύτες και τους χάϊδευαν με τις ουρές τους,
ήρεμα και ειρηνικά. Και το πιο εκπληκτκό απ’ όλα, το όρος Δίνδυμο, που μέχρι
τότε δεν είχε καμία πηγή, απέκτησε μια μεγάλη, ψηλά, στην κατάξερη κορυφή του.
Οι κάτοικοι της περιοχής την ονομάζουν πηγή του Ιάσονα.
Το ταξίδι συνεχίστηκε και ο επόμενος σταθμός ήταν η Μυσία. Ο Ηρακλής,
έχοντας σπάσει το κουπί του, βγήκε και προχώρησε στο εσωτερικό, ψάχνοντας ένα
κατάλληλο δέντρο, για να φτιάξει άλλο κουπί.
Στο μεταξύ, ο φίλος του Ύλας, έψαχνε να βρει μια πηγή, αλλά τον παρέσυρε
μια νύμφη στα βάθη των νερών, όπου κατοικούσε. Ο Ηρακλής με τον Πολύφημο
άρχισαν να τον ψάχνουν, αγωνιώντας για την τύχη του, αλλά οι υπόλοιποι
αργοναύτες, συμφωνώντας με τη γνώμη των Γλαύκου, Καλάϊδος και που Ζήτη, τους εγκατέλειψαν και συνέχισαν την
πορεία τους.
Η χώρα που συναντούν είναι μια σκοτεινή χώρα, στην οποία κυβερνά ο Άμυκος,
γιός του Ποσειδώνα. Ο κακός βασιλιάς αναγκάζει όλους τους ξένους που πατούν τη
γη του να παλεύουν μαζί του, με σκοπό να τους σκοτώσει. Κανείς δεν γλυτώνει από
τα δυνατά του χέρια.
Βλέποντας την Αργώ, ο Άμυκος πλησιάζει και ρωτά ποιός θα αναμετρηθεί μαζί
του. Ο Πολυδεύκης δέχεται την πρόσκληση/πρόκληση, αλλά αυτή τη φορά ο Άμυκος
δεν ήταν τυχερός. Ο Πολυδεύκης τερμάτισε τη ζωή του βασιλιά χτυπώντας τον
δυνατά στον λαιμό. Οι κάτοικοι όρμησαν εναντίον του, οι αργοναύτες έσπευσαν να
βοηθήσουν και το αποτέλεσμα ήταν να σκοτωθούν πολλοί κάτοικοι.
Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ο Πολυδεύκης νίκησε, αλλά χάρισε τη ζωή στον Άμυκο,
αφού απέσπασε την υπόσχεση ότι δεν θα σκότωνε άλλον επισκέπτη.
Λίγες μέρες αργότερα έφτασαν στην Σαλμυδησσό, όπου συνάντησαν τον τυφλωμένο
από τον Δία Φινέα, τον οποίο ταλαιπωρούσαν οι Άρπυιες, όπως έχουμε αναφέρει σε
άλλη ανάρτηση, παίρνοντάς του το φαγητό και αφήνοντάς τον σε ένα όριο μεταξύ
ζωής και θανάτου.
Οι αργοναύτες χρειάζονταν τη βοήθειά του, να τους πει με ποιό τρόπο θα
περνούσαν από τις τρομερές Συμπληγάδες Πέτρες, κι εκείνος τους ζήτησε για
αντάλλαγμα να τον απαλλάξουν από τις Άρπυιες, πράγμα που έγινε με τη σύμπραξη
των αδελφών Κάλαϊ και Ζήτη.
Οι Συμπληγάδες ήταν τεράστιοι σκόπελοι, που ο άνεμος τους έκανε να χτυπούν
ο ένας πάνω στον άλλο, με τρόπο που έκλεινε η δίοδος ανάμεσά τους. Επικρατούσε
πάντα ομίχλη, ο θόρυβος από τις συγκρούσεις τους ήταν φοβερός και
ανατριχιαστικός. Ούτε πουλί δεν προλάβαινε να περάσει και να μείνει ζωντανό από
το απαίσιο αγκάλιασμά τους.
Ο Φινέας τους είπε ν’ αφήσουν ένα περιστέρι. Αν εκείνο κατάφερνε να
περάσει, αυτό θα σήμαινε ότι θα τα κατάφερναν. Αν όχι, να γυρίσουν πίσω.
Και οι αργοναύτες, όταν πλησίασαν τις φοβερές Πέτρες, άφησαν ελεύθερο ένα
περιστέρι, κοιτώντας το με αγωνία. Το περιστέρι πρόλαβε να περάσει, με τις
Πέτρες να συνθλίβουν μόνον την άκρη της ουράς του.
Αναθαρρημένοι οι ήρωες, πλησίασαν όσο ήταν δυνατό και περίμεναν τη στιγμή
που τα βράχια άνοιγαν. Τότε, κωπηλατώντας με όση δύναμη διέθεταν όρμησαν στο
μικρό πέρασμα. Η Ήρα τους βοήθησε και πέρασαν, με κάποιες ζημιές στην άκρη της
πρύμνης τους.
Από τότε, οι Συμπληγάδες έμειναν ακίνητες, έτσι όπως όρισε η μοίρα: να
μείνουν αιώνια ακίνητες μόλις θα κατάφερνε ένα πλοίο να περάσει ανάμεσά τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου