Η ΔΩΔΕΚΑΤΗ ΝΥΧΤΑ
ΤΟΥ ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ
Από την Δήμητρα Παπαναστασοπούλου
ΤΟΥ ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ
Από την Δήμητρα Παπαναστασοπούλου
Η τιμητική αναφορά στον Ουίλλιαμ Σαίξπηρ συνεχίζεται με το έργο του
«Δωδέκατη νύχτα» ( ή Όπως προτιμάτε).
Πρόκειται για μια κωμωδία που πιστεύεται ότι γράφηκε ανάμεσα στα 1601-1602,
για να παιχθεί στο κλείσιμο της θεατρικής σεζόν για τα Χριστούγεννα. Αυτό το
σημείο αναφοράς, οι δώδεκα μέρες, δηλαδή, από την αρχή των εορτασμών των
Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, έδωσε τον τίτλο στο έργο. Ήταν γιορτές των
Καθολικών που στο τελείωμά τους, καλωσόριζαν και τον Καρνάβαλο. Σ΄ολόκληρη την
Αγγλία οι γιορτές ήταν θεαματικές, ενώ η τελευταία νύχτα, η δωδέκατη στη σειρά,
είχε όλα τα στοιχεία μιας Διονυσιακής γιορτής, με τον κόσμο να μεταμφιέζεται,
να πίνει και να χορεύει.
Κι ενώ ανέβηκε, πράγματι, στο κλείσιμο των εορταστικών εκδηλώσεων, τυπώθηκε
πολύ αργότερα, το 1623.
Ο Σαίξπηρ εμπνεύσθηκε την υπόθεση από το έργο του Μπάρναμπυ Ρίτς,
«Απολλώνιος και Σίλλα», ενώ ο Ρίτς βασίστηκε σε μια παλιότερη ιστορία του
Ματτέο Μπαντέλλο ( ο κλέψας του κλέψαντος εις τους αιώνες των αιώνων...)
Για μια ακόμη φορά, κύριος πρωταγωνιστής είναι ο έρωτας και δυο γυναίκες
τολμηρές για την εποχή τους, που δεν διστάζουν να φωνάξουν ανοιχτά τα αισθήματά
τους, να γίνουν εκείνες «κυνηγοί».
Οι πρώτοι στίχοι, τα πρώτα λόγια που ακούν οι θεατές, είναι μια επίκληση
στον Έρωτα, από το στόμα ενός ερωτευμένου άνδρα:
« Αχ, Έρωτα θεέ, τι απληστος, τι ακόρεστος που είσαι! Ένώ όλα τα χωράς, όλα
τα δέχεσαι, σαν θάλασσα, ό,τι θα καταπιείς, όσο ακριβό κι υπέροχο κι αν είναι,
μέσα σε μια στιγμή ξεπέφτει, ευτελίζεται και δεν σου φτάνει».
Ωστόσο, κατά τη διάρκεια του έργου εκστομίζονται τεράστιες, φοβερές
αλήθειες, πάνω σε θέματα που αφορούν τη ζωή, την πολιτική και τον τρόπο
φέρεσθαι. Εδώ φαίνεται η μεγαλοσύνη της πένας του Σαίξπηρ, συνήθως στους
μικρότερης σημασίας χαρακτήρες. Βάζει, π.χ. στο στόμα του γελωτοποιού, που
κανείς δεν τον λαμβάνει υπ’ όψιν του, τα εξης λόγια:
«... οι φίλοι μου με κολακεύουν και με κάνουν να νοιώθω γελοίος. Οι εχθροί
μου, από την άλλη, μου το λένε ξεκάθαρα ότι είμαι γελοίος. Άρα, από τους
εχθρούς μου κερδίζω την αυτογνωσία, ενώ από τους φίλους μου την κοροϊδία».
Ο τόπος, στον οποίο εξελίσσεται η υπόθεση είναι οι ακτές της Ιλλυρίας, το βασίλειο της Ραγκούζας, κάτι που
προσδίδει μια ρομαντική ατμόσφαιρα στους θεατές των αρχών του 17ου
αιώνα. Η Ιλλυρία εκείνη την εποχή θεωρούνταν ένας εξωτικός,σχεδόν μυθικός, τόπος,
ο ίδιος μάλιστα ο Σαίξπηρ την είχε ξαναχρησιμοποιήσει ως τόπο δράσης και στο
έργο του Ερρίκος Δ΄.
Τα περισσότερα ονόματα των χαρακτήρων είναι ιταλικά, αν και υπάρχουν και
κάποια αγγλικά. Εντελώς περίεργα, η ηρωίδα του έργου Κόμησσα Ολίβια έχει ένα
Άγγλο θείο, τον Σερ Τόμπυ Μπέλτς.
Ας δούμε, όμως, περί τίνος πρόκειται...
Η Βιόλα ναυαγεί στις ακτές της Ιλλυρίας, χάνοντας τον δίδυμο αδελφό της
Σεμπάστιαν, τον οποίο θεωρεί πνιγμένον, και καταφέρνει να βγει σώα με τη
βοήθεια του καπετάνιου του πλοίου. Μεταμφιεσμένη σε άνδρα, και με το όνομα
Τσεζάριο, μπαίνει στην υπηρεσία του τοπικού Δούκα Ορσίνο, πάλι με τη βοήθεια
του καπετάνιου που την έσωσε.
Ο Δούκας Ορσίνο είναι πεπεισμένος ότι αγαπά πολύ την Ολίβια, που έχασε τον
πατέρα και τα αδέλφια της πριν επτά χρόνια και έκτοτε έπεσε σε μια μορφή
μελαγχολίας, απέχοντας από διασκεδάσεις και αρνούμενη να νυμφευτεί
οποιονδήποτε- του Δούκα συμπεριλαμβανομένου.
Ο απελπισμένος Δούκας στέλνει τον Τσεζάριο ως αγγελιαφόρο, να μεταφέρει για
άλλη μια φορά στην Ολίβια τον έρωτα και το πάθος που τρέφει για εκείνη, να την
πείσει να δεχτεί την πρόταση γάμου.
Ωστόσο, η Ολίβια ερωτεύεται τον Τσεζάριο..., ενώ ο Τσεζάριο έχει ερωτευθεί
απελπισμενα τον Δούκα. Ένα παράξενο ερωτικό τρίγωνο ανθρώπων που αγαπούν χωρίς
ανταπόδοση, και όχι μόνον.
Στην υποπλοκή του έργου παρουσιάζονται αρκετοί χαρακτήρες και «συνομωτούν»
για να πείσουν το Μαλβόλιο, τον οικονόμο της Ολίβια και σύμβολο του «καθώς
πρέπει» ατόμου, ότι η Κόμησσα τον αγαπά. Αυτοί είναι ο Άγγλος θείος της Ολίβια,
Σερ Τόμπυ Μπέλτς, ο Σερ Άντριου Αγκουτσικ, οι υπηρέτες της Μαρία και Φάμπιαν,
καθώς και ο γελωτοποιός της Φέστε.
Οι δύο Σερ επιδίδονται σε έναν μαραθώνιο ποτού και διασκέδασης,
διαταράσσοντας την ησυχία του σπιτιού της Ολίβια μέχρι πολύ αργά τη νύχτα, φέρνοντας
σε δύσκολη θέση τον υπερόπτη Μαλβόλιο, ο οποίος σκέπτεται να τους τιμωρήσει.
Τελικά, οι δύο Σερ και η Μαρία κάνουν σχέδια πώς να εκδικηθούν τον
Μαλβόλιο, κι έτσι, τον πείθουν ότι η Ολίβια είναι κρυφά ερωτευμένη μαζί του,
σχεδιάζοντας ένα ερωτικό γράμμα,
γραμμένο από τη Μαρία ( ενώ υποτίθεται ότι το έγραψε η Ολίβια), με το οποίο ζητά
από τον Μαλβόλιο να φορά κίτρινες κάλτσες, να φέρεται με αγένεια σε όλο το
υπηρετικό προσωπικό και να χαμογελά διαρκώς όποτε παρουσιάζεται η Ολίβια.
Εκείνη σοκάρεται με όλες αυτές τις αλλαγές του Μαλβόλιο και τον αφήνει
έρμαιο στα τεχνάσματα των βασανιστών
του, οι οποίοι φθάνουν στο σημείο να τον κλειδώσουν σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο,
προφασιζόμενοι ότι ο Μαλβόλιο έχει τρελαθεί, ενώ ο γελωτοποιός Φέστε,
μεταμφιεσμένος σε ιερέα, τον επισκέπτεται για να χλευάσει την υποτιθέμενη τρέλα
του.
Στο μεταξύ, ο Σεμπάστιαν, που σώθηκε με την βοήθεια ενός φίλου του, του
Αντόνιο, κάνει την εμφάνισή του, κάτι που προσθέτει κι άλλο μπέρδεμα στις κρυμμένες
ταυτότητες.
Η Ολίβια, βλέποντας τον Σεμπάστιαν και πιστεύοντας ότι είναι ο Τσεζάριο,
του ζητά να την παντρευτεί. Εκείνος δέχεται και παντρεύονται κρυφά σε μια
εκκλησία.
Τελικά, όταν εμφανίζονται τα δίδυμα μπροστά στην Ολίβια και τον Ορσίνο,
προκαλούν μεγαλύτερη σύγχιση με την ομοιότητά τους.
Σ’ αυτό το σημείο, η Βιόλα αποκαλύπτει την πραγματική της ταυτότητα και
λέει ότι ο Σεμπάστιαν είναι ο χαμένος, δίδυμος αδελφός της.
Το έργο τελειώνει με την αναγγελία των γάμων του Δούκα Ορσίνο και της
Βιόλα, ενώ οι θεατές μαθαίνουν ότι ο Σερ Τόμπυ παντρεύτηκε την Μαρία.
Ένας έξαλος Μαλβόλιο ορκίζεται να εκδικηθεί τους βασανιστές του,
αποχωρώντας αχέρωχα, αλλά ο Ορσίνο στέλνει πίσω του τον Φάμπιαν να τον
ηρεμήσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου