ΑΔΕΡΦΟΦΑΔΕΣ, ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ
Από την Δήμητρα Παπαναστασοπούλου
Άλλο ένα δυνατό απόσπασμα από το βαθυστόχαστο έργο του μεγάλου μας
Κρητικού:
Η λάμπα είχε χαμηλώσει, δε θα’χε πια πετρέλαιο, η κάφτρα του φιτιλιού
τσίριξε.Το κελί σκοτείνιασε∙ μονάχα το καντήλι έκαιγε ακόμα ομπρός στο κόνισμα
του Αγίου Κωσταντίνου του Πυροβάτη, και φώτιζε τα πόδια που χόρευαν κι από κάτω
τ’ αναμμένα κάρβουνα.
Ο παπα-Γιάνναρος το κοίταξε,
στερελωθηκε η καρδιά του∙ ξαφνικά, εκεί που το κοίταζε, ένα βάρος σηκώθηκε από
το στήθος του∙ αλάφρωσε∙ γέλασε:
-Πυροβάτης είσαι και του λόγου
σου, αδελφέ Νικόδημε, είπε και του’δειξε το κόνισμα∙ καβούρια είμαστε όλοι μας
απάνω στη θράκα και τραγουδούμε. Τραγουδούμε ή κλαίμε; Δεν καταλαβαίνω. Εσύ το
λες φως, εγώ το λέω κάρβουνο αναμμένο∙ το ίδιο κάνει.
Μα ο νέος μάζεψε τα φρύδια∙
περίμενε απάντηση, κι ο παπα-Γιάνναρος, έτσι τού φάνηκε, έπαιζε μαζί του.
-Δεν είσαι καλός, γελάστηκε ο
καλόγερος, δεν είσαι καλός, παπα-Γιάνναρε, δε λυπάσαι τους ανθρώπους.
Ο παπα-Γιάνναρος θύμωσε.
-Έ, νεαρέ, ποιό θαρρείς πώς είναι
το ανώτατο αγαθό- η καλοσύνη;
-Ναι, η καλοσύνη.
-Όχι, η λευτεριά. Ή, πιο σωστά: ο
αγώνας για τη λευτεριά.
-Όχι η αγάπη;
Ο παπα-Γιάνναρος κόμπιασε.
-Όχι, έκαμε τέλος∙ ο αγώνας για τη
λευτεριά.
-Γιατί λοιπόν κηρύχνεις: Αγάπη!
Αγάπη!
-Η αγάπη είναι η αρχή, δεν είναι
το τέλος. Φωνάζω: Αγάπη! Αγάπη! Γιατί ο λαός από κει πρέπει να κινήσει∙ μα όταν
μιλώ μονάχος μου ή με το Θεό, δε λέω Αγάπη! Λέω: Αγώνας για τη λευτεριά!
-Να λευτερωθείς κι από την αγάπη;
Ο παπα-Γιάνναρος δίστασε πάλι∙ το
αίμα ανέβηκε στα μελίγγια του
-Μη με ρωτάς! Φώναξε.
Μα ντράπηκε που δεν τολμούσε
ν’αποκριθεί, αποκρίθηκε:
-Κι από την αγάπη... είπε σιγά.
Ο καλόγερος ανατρίχιασε, τρόμαξε.
-Μα τότε, τι τη θες τη λευτεριά;
Τι σκοπό;
-Η λευτεριά, αποκρίθηκε ο
παπα-Γιάνναρος κι η φωνή του έτρεμε, η λευτεριά δεν έχει σκοπό. Μήτε βρίσκεται
στη γης ετούτη∙ στη γης βρίσκεται μονάχα ο αγώνας για τη λευτεριά. Αγωνιζόμαστε
για τ’ άφταστα, και γι’ αυτό ο άνθρωπος έπαψε να’ ναι ζώο. Μα φτάνει πιά!
Είπες, είπες, φτάνει! Παράκλητος, Λένιν,
Χριστός ξυπόλητος, Χριστός αρχηγός στους αντάρτες, μπερδεμένα πράματα, δε
βρίσκει άκρα ο νους μου.
-Μήτε η καρδιά;
-Άσ’ την καρδιά τη σουσουράδα, μην
την ανακατεύεις στις δύσκολες δουλειές∙ αυτή πάντα πάει κόντρα στο νου, κι
όποιος την ακολουθάει πρέπει να’χει κότσια γερά, κι εγώ δεν έχω.
Σώπασε. Και σε λίγο:
-Όλα αυτά, είπε τέλος, θα
τ’αναφέρω στο Θεό∙ να δούμε τι θα πει κι αυτός.
-Εγώ, έκαμε ο καλόγερος, τού
τ’ανάφερα∙ είναι σύμφωνος.
-Ο Θεός ζυγιάζει ξέχωρα την κάθε
ψυχή και σε καθεμιά δίνει την απόκριση που θα τη σώσει∙ να δούμε τι θα πει και
σε μένα, τον παπα-Γιάνναρο. Όταν θα βρω κι εγώ το δρόμο μου, ορκίζομαι, θα τον
πάω ως την άκρα.
-Ως τη λευτεριά! Είπε ο καλόγερος
πειραχτικά.
-Ως τη λευτεριά, έκανε ο
παπα-Γιάνναρος κι ένιωσε πάλι τον ιδρώτα να τρέχει από το κούτελό του. Θέλω να
πω: ως το θάνατο!
Ο καλόγερος βλεφάρισε κατά την
πόρτα.
-Θα φύγω, είπε.
Ο παπα-Γιάνναρος τον κοίταξε∙ τα
μάτια του γυάλιζαν μεγάλα, κατάμπλαβα, στο μεσόφωτο∙ είχε απιθώσει το ζερβό
χέρι του στην πληγή, θα πονούσε. Ο παπα-Γιάνναρος ένιωσε πάλι τρυφεράδα,
συμπόνοια, θαυμασμό για τον νεαρό μπροστά του πυροβάτη. «Ετούτος, ετούτος»
συλλογίστηκε «έπρεπε να’ναι ο γιός μου, όχι
άλλος».
-Πού θα πας;
-Δεν ξέρω∙ όπου με βγάλει η
στράτα.
-Σε διώχνουν απ’ τα μοναστήρια, σε
διώχνουν από τα βουνά, σε κυνηγούν στον κάμπο- πού θα πας;
- Έχω ένα κάστρο άπαρτο, γέροντα∙
εκεί μέσα κατοικώ.
-Ποιό κάστρο;
-Το Χριστό.
Ο παπα-Γιάνναρος κοκκίνησε∙
ντράπηκε που ρώτησε ποιό’ταν το κάστρο∙ σα να’χε ξεχάσει το Χριστό.
-Πρέπει, λοιπόν, να φοβούμαι;
Έκαμε ο καλόγερος γελαστός κι άπλωσε το χέρι στο μάνταλο της πόρτας.
-Όχι, αποκρίθηκε ο παπα-Γιάνναρος.
Έσκυψε ο νέος, φίλησε το χέρι του
παπα-Γιάνναρου, άνοιξε την πόρτα κι εξαφανίστηκε μέσα στη νύχτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου